frear

Joan Margarit: Ζωή και θάνατος, ποίηση και… μουσική

Μετάφραση από τα καταλανικά: Θεοδόσης Κοντάκης

Μπαντονεόν

Το λειτουργικό αρμόνιο του δρόμου,
το πιο φτωχικό γερμανικό όργανο,
μπαρκάρισε μαζί με τους εμιγκρέδες
που το φέραν στα μπορντέλα του Μπουένος Άιρες.
Σαν τον ξέπαπα,
τριγυρνούσε κει πέρα ανάμεσα σ’ ιστορίες
μοναξιάς και μελαγχολίας.
Μ’ αρέσανε πάντοτε τα τάνγκο, που τα άκουγα
στα παιδικάτα μου, τις βραδιές της Κυριακής,
με τον πατέρα και τη μητέρα που τα χόρευαν
πάνω κάτω στο διάδρομο του σπιτιού.
Είν’ η φωνή ενός έπους χαμένου,
με το μπαντονεόν να διασχίζει
γράμματα που μιλούνε για ένοχες αγάπες.
Κείνοι που στο πέρασμα χορεύαν
τώρα πια ζούνε μέσα σ’ ένα τάνγκο.
Παράξενα ευτυχισμένος, το τραγουδά
ένας γέρος δοκιμάζοντας βήμα χορευτικό ενώ πλησιάζει
χαμογελώντας στην Άγνωστη.

#

Σοστακόβιτς, Συμφωνία «Λένινγκραντ»

Θυμάσαι; Η Τζουάνα είχε πεθάνει.
Συ κι εγώ πηγαίναμε, με τ’ αμάξι, στα βόρεια,
για το διαμέρισμα μπροστά στη θάλασσα,
κι ακούγαμε τη συμφωνία τούτη.
Ξεκινούσαμε για το ταξίδι
ένα πρωινό λουσμένο στο φως. Μες στη μουσική,
η μέρα ήτανε τοίχοι σκεπασμένοι με πάγο,
σκιές από περαστικούς με σάκους μισογεμάτους
κι έλκηθρα με πτώματα πάνω στη λίμνη.
Σαν αεροδιάδρομος στον ήλιο
έφευγε μπρος ο δρόμος και, πίσω απ’ τους ήχους,
απλωνόταν ο καπνός από τα ολμοβόλα
και το χνάρι απ’ τα τανκς στο χιόνι.
Ήταν ένα χρυσογάλανο πρωινό του Ιούλη
που καταύγαζε στης θάλασσας το κρύσταλλο.
Στο χαλκό και στις χορδές αντηχούσε
η δόξα, πάντοτε δεμένη στο παρελθόν,
που αρνείται, πάντοτε αρνείται, τη ζωή.
Τη νύχτα μονάχα ένας ψίθυρος έμενε
από τα κύματα κάτω απ’ τη στέγη.
Μέσα μας, πάλι, όπως και στη μουσική,
μαινόταν η θύελλα από χιόνι και σίδερο
που εξαπολύεται όταν γυρίζει φύλλο η ιστορία.

#

Jazz

Μια βραδιά τόνε πήραμε μαζί μας
στο πρώτο του κοντσέρτο.
Καθόταν τόσο ήσυχος ανάμεσά μας.
Των προβολέων το φως απ’ όλα ξεχώριζε
σαξόφωνο και πιάνο. Μες στο χαμηλό φωτισμό,
στα μάτια του τα ντροπαλά κρατούσε
των οργάνων το λαμπύρισμα.
Ο λόγος ο πιο βαθύς της μουσικής
θα τον προστατεύει από τη μοναξιά.
Θα του μείνει η ζέστα της νεκρής αδελφής.
Η παρέα μας. Σε κάθε κοντσέρτο.

Ο Joan Margarit (γ. 1938) είναι ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή Καταλανούς ποιητές. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Βαρκελώνη και εργάστηκε αρκετά χρόνια ως αρχιτέκτονας, ενώ δίδαξε και στο Πολυτεχνείο της ίδιας πόλης.

Στην ποίηση εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, γράφοντας στα ισπανικά. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όμως, στράφηκε στην καταλανική γλώσσα, μεταφράζοντας ο ίδιος τα ποιήματά του και στα ισπανικά. Στο ώριμο έργο του, αντλεί το υλικό του από τα δραματικά γεγονότα της οικογενειακής του ζωής, ενώ ως προς τη μορφή χαρακτηρίζεται από αμεσότητα. Στα ποιήματα που μεταφράζονται εδώ, η μουσική -σε τρεις διαφορετικές εκφάνσεις της- συνδυάζεται με τον ποιητικό λόγο, ως νήμα που συνέχει τις μνήμες και, ταυτόχρονα, ως μέσο για τη συνέχιση της ζωής.

Το πρώτο ποίημα βασίζεται σε έναν «διάλογο» με τους νεκρούς συμπατριώτες του ποιητές. Ο ίδιος παραθέτει τη φράση του Josep Vicenç Foix για το θάνατο του ομότεχνού του Gabriel Ferrater: «Θα είμαστε όλοι στο λιμάνι, παρέα με την Άγνωστη». Σε συνέντευξή του, ο Μαργκαρίτ αναφέρει επίσης: «Πλησιάζω στο θάνατο σε ρυθμό τάνγκο». Στο δεύτερο, η βαρύθυμη συμφωνία του Σοστακόβιτς, που πρωτοπαρουσιάστηκε στην πολιορκημένη από τους Ναζί σοβιετική συμπρωτεύουσα, συνδέεται με το πένθος του ποιητή και της συζύγου του για τη νεκρή κόρη, σε αντίστιξη με το ηλιόλουστο μεσογειακό τοπίο. Στο τελευταίο ποίημα, το οποίο πιθανότατα αισθητοποιεί το συγκοπτόμενο ρυθμό της τζαζ, είναι μια «εκ των υστέρων προφητεία» για τη συνέχιση της ζωής – και της δημιουργίας: ο γιος του ποιητή, Κάρλες, εξελίχθηκε σε σημαντικό μουσικό της τζαζ…

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: