Βάλια Κάλντα θα πει «ζεστή κοιλάδα» στα βλάχικα. Η ονομασία αυτή, που για τον δρυμό της Πίνδου έχει δοθεί κατ’ ευφημισμόν αφού είναι μια από τις πιο κρύες και υγρές περιοχές της χώρας, φαίνεται να λειτούργησε κυριολεκτικά για τον Φραγκίσκο Δουκάκη, εμπνέοντάς του πάθος και τη νέα έκθεσή του που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στη γκαλερί Σκουφά (9-27/6, Σκουφά 4, Κολωνάκι). Μια έκθεση που επιβεβαιώνει ότι η ζωγραφική είναι πρωτίστως χρώμα, καθώς τα έργα του Δουκάκη επιβάλλονται στον θεατή τους με την αισθητική τους αυτονομία και τη σιγουριά της παχύρρευστης πάστας τους.
Το βλέμμα του ζωγράφου έχει ξεδιαλέξει τοπία λιτά και βλοσυρά κι έρχεται με αδρές πινελιές βαθιάς περίσκεψης να τα αποτυπώσει: Τρία δέντρα που υψώνουν το ανάστημά τους στον ουρανό, η στροφή ενός χωματένιου δρόμου, το Αρκουδόρεμα, χειμωνιάτικα πρωινά αποκλεισμένα απ’ το χιόνι, βροχερές πλαγιές, όλα δείχνουν τη βαθιά, σχεδόν ερωτική οικείωση του καλλιτέχνη με το αυστηρό τοπίο και την ιερή μεγαλοσύνη της φύσης σε διάφορες εποχές.
Ο άνθρωπος είναι επίμονα απών ως μορφή, στα έργα πρωταγωνιστεί η φύση. Τα τοπία του Δουκάκη δεν είναι αντικείμενα ρεμβαστικής χαράς (όπως συμβαίνει στις συνηθισμένες αποτυπώσεις του ελληνικού χώρου και ειδικά στις θαλασσογραφίες), αλλά ζωηρές αποτυπώσεις ενός πεζοπόρου ή έστω οδηγού που αγαπά την περιπέτεια, καταγραφές της έντασης και του άγριου χοϊκού βάρους που υποβάλλει από μόνο του το φυσικό περιβάλλον του δρυμού. Αντίστοιχα, η ματιά του δεν είναι λυρική, παραμένει όμως βαθιά ποιητική, ένα βλέμμα σε εγρήγορση που καταγράφει τους στιγμιαίους συναισθηματικούς κυματισμούς του τοπίου. Στην πραγματικότητα, τα έργα του Δουκάκη δεν αποτυπώνουν μόνο τις τέσσερις εποχές της Βάλια Κάλντα, αλλά αποτελούν ένα βαθύτερο σχόλιο για τη σχέση του διαβατάρη, πεπερασμένου ανθρώπου με την αιωνιότητα του βουνού, συνιστούν μια σπουδή της αντίθεσης μεταξύ της κινούμενης χρονικότητας που είμαστε και της αμετακίνητης αδιαλλαξίας του δρυμού –και υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσε κανείς να οδηγηθεί αβίαστα σ’ ένα οικολογικό σχόλιο ή τουλάχιστον σ’ ένα καθήκον σεβαστικής ενατένισης της οροσειράς. Η μυστηριακή γοητεία της Βάλια Κάλντα ως βουνού, με τις χρωματικές σιωπές της, έχει οδηγήσει στη Βάλια Κάλντα ως εσωτερική ανακάλυψη του ζωγράφου: πίσω απ’ τα έργα μιας πράσινης (δέντρα), καφέ (χώμα), μπλε (ουρανός) ή άσπρης (χιόνι) δεσποτείας, διακρίνεται μια σεμνή αποδοχή του εν-τω-κόσμω υπάρχειν κι αυτό το μάθημα ταπεινής συγκατάβασης απέναντι στη δύναμη της φύσης συνιστά από μόνο του υπαρξιακό κατόρθωμα ρεαλισμού. Τα τοπία, απ’ τα οποία, όπως είπαμε, απουσιάζει η ανθρώπινη μορφή, αποδεικνύονται τελικά αντανακλάσεις της εσωτερικής ζωής και έντασης του ζωγράφου. Και γι’ αυτό πρέπει να τα ατενίζει κανείς από απόσταση.
Φιλοτεχνημένες την τελευταία διετία, οι τριάντα ελαιογραφίες του Φραγκίσκου Δουκάκη αποτελούν πυκνές εκφράσεις της βαθιάς ωριμότητας και αυτοπεποίθησης του ζωγράφου, μαγνητίζουν τον θεατή και επενδύουν με εκρηκτικά χρώματα τις μαγικές, θαρρείς, λέξεις «Βάλια Κάλντα». Με σοφία βλέμματος και πείρα χρώματος, με λιτότητα έκφρασης και στερεότητα σύνθεσης ο Δουκάκης εξανθρωπίζει για χάρη μας τη μαγνητική δύναμη του αιωνόβιου δρυμού.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]