Σκέψεις με αφορμή την τελευταία έκθεση του Νίκου Μόσχου
Όποτε βλέπω τον Νίκο είναι ήρεμος και λίγο μελαγχολικός. Μιλάει χαμηλόφωνα αλλά πίσω από την πλάτη του βράζει η ηχώ των έργων του. Υποθέτω πως αυτή η ηρεμία είναι συνέπεια της δημιουργικής δράσης του, συνθήκης οριακής εγρήγορσης εφόσον οφείλει να συλλάβει την ακαριαία κίνηση, την επιτάχυνση, την ταχύτητα εκτόξευσης και τον ορυμαγδό ταυτόχρονων πτώσεων, ρίψεων και κραυγών και όλα αυτά να τα κρυσταλλώσει στην επιφάνεια της τέχνης.
Η νηνεμία φωλιάζει στον ορίζοντα των καταιγίδων και η πραγματική τρέλα πηγάζει από τη λογική. Κατά τον ίδιο τρόπο, σε μια γωνίτσα της πολύπλοκης σύνθεσης, κάπου μέσα στον ιδιότυπο συνωστισμό προσώπων, σωμάτων και μηχανών, προδίδεται η ύπαρξη ενός ουδέτερου πεδίου, φόντου ζωγραφικής ενότητας, εκείνου που θα φανεί ξεκάθαρα όταν όλα μπουν στη θέση τους μετά το ξέσπασμα του πανηγυρικού θυμού.
Ο Μίλτος Σαχτούρης διαβάζει Μάρβελ κόμικς καθισμένος σ’ ένα παγκάκι της Φωκίωνος Νέγρη. Είναι ανήσυχος και ταυτόχρονα ήσυχος (γίνεται αυτό;) και γύρω του αναβλύζουν καπνοί και οράματα. Η Ζωγραφική είναι τόπος γαλήνης, καταφύγιο ενατένησης, ποίηση σιωπηρή και νυγματώδης. Όμως, ενίοτε αφηνιάζει, ενίσταται, αγριεύει και αποκαλύπτει όλο το θράσος του Σχεδίου, ισότιμο και ισοδύναμο με την ελευθερία και τη μοναξιά του Ποιητή.
Η καθημερινότητα είναι αλλόκοτη και προκλητική. Κατά βάθος, είναι ασύλληπτη. Ο χρόνος συντριπτικός, ανελέητος. Αυτά σκέφτομαι λογαριάζοντας την περίπτωση του Μόσχου, στη θέα ή την ανάμνηση των αξιοθαύμαστων έργων του. Εν τέλει, κάνω την παραδοχή: ο στιλπνός ρεαλισμός των μορφών του υποτάχθηκε στο πάθος και τον τρόμο του ζωγράφου μπροστά στις παταγώδεις ανατροπές του κόσμου και τις αιφνίδιες ματαιώσεις της ύπαρξης και έγινε ένας εξπρεσιονισμός. Σαν ένα αηδονάκι που, υπό την πίεση των συνθηκών, κρώζει σαν όρνιο.
Η έκθεση “Συνθήκες προσαρμογής” του Νίκου Μόσχου στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη θα διαρκέσει από τις 13 Φεβρουαρίου έως τις 7 Μαρτίου 2020.