Ήταν ακόμη νωπές οι βάγιες που πατούσε το γαϊδούρι
στα ρουθούνια του σφήνωνε τ’ άρωμά τους
βαστώντας τον σταυρό.
«Ὡσαννά, ὡσαννά!»
Μόλις τον σταυρώσαν σταθήκαν από κάτου
Άντρες
άλλοι με χιτώνες,
άλλοι ντυμένοι στο φράκο τους
κι άλλοι με τι-σερτ και τζιν σκισμένα.
Δίχως παπούτσια
χλευάζαν τον Εσταυρωμένο
ξεχνώντας πως τα πόδια τα δικά τους
πληγιασμένα απ’ αγκάθια
είχαν γιομίσει μ’ αίματα
κι η ανάσα τους βρωμούσε ξύδι.
’Κείνος τους κοίταξε με συμπόνια
αναζήτησε έναν, κάποιον Ιωάννη
κι ύστερα
το βλέμμα έστρεψε προς τον ουρανό
«οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»
ψέλλισε πριν γείρει το κεφάλι
για δισχιλιοστή εικοστή φορά.
Και δυο χιλιάδες χρόνια
Κουβαλώ στους ώμους πτώματα
κραδαίνοντας την εικόνα
και πορεύομαι
ξεχνώντας την ομοίωση
μεταλλικοί ήχοι, μπασταρδεμένοι
απ’ τα καρφιά,
απ’ τ’ αργύρια
ακολουθούν το βήμα μου
σα βαρύ σούρσιμο αλυσίδων
σαν κραυγές παιδιών
σαν τις σιωπές ζητιάνων.
Προσδοκώντας ανάσταση νεκρών,
ποιος άραγε,
ποιος τόλμησε και κοίταξε
κατάματα τον Εσταυρωμένο;
Λησμονήσαμε, βλέπεις, μετρώντας κόμπους,
και μήτε ανάσταση ζωντανών προσδοκούμε
μήτε μάθαμε να απλώνουμε το χέρι,
γυμνοί από διδάγματα και παραβολές
αφήσαμε τους εμπόρους να λυμαίνονται τους ναούς
περιφέροντας το κουφάρι μας
πριν το παραδώσουμε δύσοσμο, κενό
σε κάποιον λάκκο.
Αμήν.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]








