Για την ποιητική συλλογή του Γ. Καρπούζη
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Γιάννη Καρπούζη Ο Χάρτινος Χρόνος Τελείωσε (Πανοπτικόν, 2019) είναι αυτό που στα μαθηματικά θα λέγαμε «τοπολογικός χώρος». Ένα σύνολο με μαθηματική δομή και ποιήματα που επιλέγουν να μιλήσουν με διανύσματα και τοπολογικές αναφορές.
Όπως η λέξη «τόρος», η κλειστή δηλαδή, επιφάνεια που ορίζεται από το γινόμενο δύο κύκλων και τη συναντάμε στο πρώτο κιόλας ποίημα του βιβλίου να δηλώνει το μαζί, να απευθύνεται στο εμείς.
«Στην κορυφή του τόρου/ μαζί κυρτώσαμε – θυμάσαι;» γράφει ο Καρπούζης και αυτού του τύπου οι αναφορές συνεχίζονται και διατηρούνται, επιστρατεύοντας ακόμα και τον τοπολογικό χώρο της «Μετρικής Ρίμαν», σ’ ένα από τα χαρακτηριστικά ποιήματα της συλλογής το «Περί Παγόβουνο ο λόγος» με αυστηρά μαθηματικά και ψυχρά κλίματα.
Προερχόμενος από την ποίηση, προσπάθησα να προσεγγίσω την τοπολογία του Καρπούζη διαισθητικά. Άλλωστε ακόμα και οι μαθηματικές μέθοδοι, πέρα από τη λογική σκέψη, έχουν στραφεί πολλές φορές σε διαισθητικές προσεγγίσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι τα προβλήματα των γεωμετρικών τόπων και οι αρχιτεκτονικές κατασκευές των κτιρίων, όπου παίρνουμε κάποια σημεία για να διαισθανθούμε ποιος μπορεί να είναι ο γεωμετρικός τόπος και κατ’ επέκταση η κατασκευή.
Ποια είναι λοιπόν η ποιητική, νοητική και διαισθητική κατασκευή του Καρπούζη σ’ αυτό το πρώτο του βιβλίο; Σίγουρα μία πρόθεση επικύρωσης της γνωστής φράσης του Χαίλντερλιν «ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο».
Το σπίτι, ο τόπος είναι καταγωγικές εμπειρίες και το σπίτι του Καρπούζη είναι μια γλωσσική κατασκευή, μία δημιουργία πέρα μακριά. Γιατί ο ποιητής επιλέγει να χτίσει το σπίτι του, να γράψει δηλαδή ποίηση, στις περιοχές του Βορρά, στους πάγους και τις ομίχλες. Σ’ έναν τόπο για μας ανοίκειο, άγνωστο και ανεξερεύνητο. Μια ετεροτοπία που θα μπορούσε να θεωρηθεί ψυχική κατάσταση, ένας ειδικών συνθηκών τοπολογικός χώρος. Μια εσχατιά για έναν Έλληνα.
Διαβάζω το ποίημα «Μπούνκερ», το πρώτο της συλλογής, και διαπιστώνω πως αυτό το καταφύγιο που προστατεύει από τους βομβαρδισμούς, ένας χώρος που παραπέμπει σε ασφάλεια, με τους τσιμεντένιους τοίχους και τα μικρά παράθυρα με την αίσθηση της απομόνωσης αλλά και του κινδύνου είναι ένας πρώτος τόπος κατοικίας. Τόπος έτερος.
Μεταφέρω:
«Κάπου εκεί μέσα/ Πίσω από το τρίτο σου πλευρό, ξέχασα τα χρόνια μου/τουλάχιστον εφτά/ μπορεί και παραπάνω» «από εκεί ξεκινάνε/ οι υπερβολικές γραμμές/ από ένα πραγματάκι – τόσο δα / καταλήγουν έξω εφάπτονται με το τρομερό ουράνιο τόξο «μηδενίζουν για μόνο μία στιγμή/ αμέσως ξαναρχίζουν να τρέχουν/ περνάνε ξυστά απ’το κεφάλι μου/ το τρυπάνε τελικά/ έτσι επιστρέφουν στον κόσμο μας/ στις πολυκατοικίες του Χέλσιμποργκ/ εκεί αρχίζει ο μικρό-βομβαρδισμός/ – αυτόν τον ζούμε όλοι- /με χαρτοπόλεμο χρόνου/ στην κορυφή του τόρου/ μαζί κυρτώσαμε – θυμάσαι;»
Από το Μπούνκερ, λοιπόν, ξεκινούν οι υπερβολικές γραμμές, άλλη μια μαθηματική έννοια που καταργεί το αξίωμα περί παράλληλων γραμμών που ποτέ δεν τέμνονται, κι αρχίζει η αναπόληση, η μνήμη. «Πίσω από το τρίτο σου πλευρό» εκεί που βρίσκεται κάτι πάντοτε θερμό, η καρδιά που τραβά για τον κόσμο του Βορρά. Αυτό το πρώτο μέρος του ποιήματος το ονομάζω προσωπικό.
Ακολουθεί το δεύτερο, από το οποίο κρατώ την εκ πρώτης ανάγνωσης ασύνδετη αναφορά στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Μία αναφορά, αυτή τη φορά όχι στην ετεροτοπία, αλλά στην ουτοπία. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Φρέντρικ Τζέιμσον, η ουτοπία ήταν ανέκαθεν ζήτημα πολιτικό. Μοίρα παράξενη για τη λογοτεχνική της μορφή, όπως σημειώνει στο βιβλίο του «Αρχαιολογίες του Μέλλοντες».
Μεταφέρω το δεύτερο μέρος:
«Το Κομμουνιστικό Κόμμα Δανίας/ το 1939/ μετέφρασε στα δανέζικα/ το γνωστό βιβλίο Τι να κάνουμε;/ με το νέο τίτλο/ Τι θα κάναμε σύντροφοι αν δεν έβρεχε τόση στάχτη;/ και ανάλογα μεταγράφηκε το υπόλοιπο/ κείμενο./ Πίστευε η Κεντρική Επιτροπή/ ότι η γλώσσα δεν είναι τίποτε άλλο / παρά μονάχα ένα / κυρτό επίπεδο που γεννάει η σκέψη/ για να εδραιωθεί έξω/ από τον γεωμετρημένο χώρο».
Μετά το πρώτο κομμάτι της καρδιάς, το προσωπικό κομμάτι, έρχεται το δεύτερο το πολιτικό. Συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω αισθάνομαι πως το βιβλίο του Καρπούζη δομείται πάνω σε δύο πυλώνες σε άμεση εξάρτηση μεταξύ τους. Μας δίνει το προσωπικό και το πολιτικό, αλλά και τη μνήμη συν την ουτοπία, υψωμένες στον χρόνο.
Το δεύτερο σπίτι που χτίζει, για να συνεχίσω το νήμα της σκέψης μου πάνω στο προσωπικό/πολιτικό, είναι ο σκοτεινός θάλαμος. Στο ομότιτλο ποίημα της σελ. 15, ποίημα αναπόλησης του έρωτα εισβάλλουν τα χημικά της κρατικής καταστολής και τα σφυριά της αντίστασης.
Η πρώτη εξωτερική εικόνα που εμφανίζεται στο βιβλίο είναι το τρίτο ποίημα με τίτλο «Το λιμάνι του Έσμπιεργκ». Ο ποιητής βγαίνει έξω, αλλά και πάλι η ματιά του σκοντάφτει σε ανθρώπους που περνούν τις ώρες τους κοιτάζοντας από το παράθυρο αμέτοχοι.
Στο λιμάνι Έσμπιεργκ βέβαια, όπως μας λέει το ποίημα, υπάρχουν κι άλλα: καλώδια, φουγάρα από τσιμέντο και άνθρωποι με καψαλισμένα χέρια, εργάτες που ζητούν μία κανάτα μπύρα και εύχονται να γυρίσουν σπίτι και να μην ξαναβγούν ποτέ από εκεί.Και το ποίημα τελειώνει: «Στο τέλος της ημέρας/ το λιμάνι παραμένει/ ένας τόπος των μύθων».
Και από εδώ ο ποιητής επικαλείται τους μύθους –ως έξοδο διαφυγής να υποθέσω; Μας μεταφέρει στο Γιοτενχαίμ, σ’ έναν τόπο πατρίδα γιγάντων, ένα πέρασμα σ ‘έναν τόπο που τίποτα δεν οργανώνεται σε γλώσσα. Στο μυαλό μου έρχεται ο γλωσσοκεντρικός φιλόσοφος Βιτγκενσταίν που έχτισε την καλύβα του στην Νορβηγία, στο άκρο ενός γκρεμού, στο όριο ενός κόσμου απ’ όπου έφτασε την σκέψη του στα όρια της γλώσσας.
Από τον Βορρά κι ο ποιητής μας αφηγείται ένα φινλανδικό παραμύθι με το μυαλό της Πίλβι γεμάτο ρινίσματα σιδήρου, τον κύριο Μίκκο με το διχοτομημένο μυαλό και τον Άγιο Βασίλη που έφυγε πια από το εργαστήριο και εργάζεται σ’ ένα εμπορικό κέντρο στο Ναπαπίρι.
Κόσμοι έρημοι και γκρίζοι, μεγάλες νύχτες, βροχές στον πολικό (μερικοί στίχοι από αυτά τα ποιήματα), για να κλείσει η ενότητα με το ακόλουθο τρίστιχο: «ο ύπνος παραμονεύει στο σκοτάδι κι όμως/ θυμάσαι; και άνοιξη/ είναι ακόμη των παιδιών μας οι αγαπημένες λέξεις».
Αν μέχρι εδώ προσπάθησα να σκιαγραφήσω μνήμη και ουτοπία στην ποίηση του Καρπούζη, στο επόμενο ποίημα «Ο Χάρτινος Άνθρωπος» θεωρώ ότι μπορούμε να ορίσουμε και την σταθερά της εξίσωσης, τον Χρόνο.
Μεταφέρω τους καταληκτικούς στίχους του Καρπούζη: « πόσο βάρος είχε ο χρόνος/ τώρα δα/ θα σου ‘χω μία κάποια απάντηση/ ένα κομμάτι χαρτί ζύγιζε/ ένα κομμάτι χαρτί».
Διαβάζοντας πρώτη φορά αυτούς τους στίχους θυμήθηκα τον ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη που έγραψε: «Γιατί δεν θέλω, δεν μπορώ, δεν καταδέχομαι όσα έζησα τώρα μονάχα ποίηση να ‘ναι». Ο χρόνος, λοιπόν, το βάρος του στη ζωή και το βίωμα – προσωπικό ή πολιτικό – είναι μία αρνητική σταθερά που εκφυλίζει την εμπειρία και τη δράση, ειδικά του ανθρώπου που λειτουργεί/κατοικεί ποιητικά και καταλήγει στο χαρτί, χάρτινος άνθρωπος.
Είναι μια στάση που εγώ προσωπικά ταυτίζομαι απόλυτα μαζί της. Η εμπειρία που μετουσιώνεται σε ποίημα είναι πάντα για τον ποιητή μία εκφυλιστική διαδικασία. Γράφει κάπου στη συλλογή ο Καρπούζης: «Τσαλακώνεις το χρόνο σου/ αυτός γίνεται χαρτομάζα/ αμέτρητα μηδενικά/ τελικά μεταγράφονται/ τόσος χειμώνας/ τόσος ήλιος/ δεν είναι να ξανάρθει».
Όλα μαύρα, λοιπόν; Όλα της ζωής δύσκολα; Και η τέχνη; Η ποίηση; Μια ακόμα ματαίωση; Το βιβλίο κλείνει με το εκτενές ποίημα «Οχτώ βραδινές παραδρομές του Όλαφ Έγκιρσεν», που το θεωρώ υψηλής συγκίνησης. Ένας απολογισμός του χάρτινου κόσμου που τελείωσε, που εμένα με γοήτευσε και με λύτρωσε. Γιατί αυτή είναι η λειτουργία και ο λόγος ύπαρξης της ποίησης: ο ξανακερδισμένος χρόνος για τον δημιουργό μέσα από την ολοκλήρωση ενός έργου τέχνης, και ο δικός μας ξανακερδισμένος μέσα από την ανάγνωση αυτής της ποιητικής συλλογής του πρωτοεμφανιζόμενου Γιάννη Καρπούζη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: José Abela. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]