Η νέα διαφήμιση της Lacta «υπάρχει αγάπη» ήρθε την κατάλληλη στιγμή, έπιασε το momentum της επικαιρότητας: την ώρα που επανερχόταν στο προσκήνιο η δίκη της τραγικής υπόθεσης Γιακουμάκη, έδινε ένα μήνυμα υπέρ της διαφορετικότητας. Ότι τις αποστάσεις που δημιουργεί η κάθε είδους ετερότητα, γεφυρώνει η δίψα για αγάπη. Οι άνθρωποι που λόγω εσωστρέφειας, ευαισθησίας ή ιδιοσυγκρασίας βρίσκονταν άλλοτε στο περιθώριο, κι αυτοί που «δεν ταιριάζουν» με την ορθή «οργάνωση του περιβάλλοντος», που η παρουσία τους «προσβάλλει» την ηθική και αισθητική εικόνα καθαρότητας της κοινωνικής αρμονίας, έχουν δικαίωμα ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν, μας λέει η διαφήμιση, άρα δεν διαφέρουν από εμάς. Μπορεί να είναι ξένοι, μαύροι, ομοφυλόφιλοι, φτωχοί, άνθρωποι με κινητικά προβλήματα, αλλά ο κοινωνικός ρατσισμός δεν έχει θέση όταν υπάρχει αγάπη. Το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που συνέβη με τον «διαφορετικό» Γιακουμάκη.
Ποιος κόσμος από τους δύο, όμως, είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα; Η εποχή μας αγαπάει πραγματικά το διαφορετικό, όπως δείχνει το ευσυγκίνητο διαφημιστικό μήνυμα; Ή μήπως αυτό που κατά βάση ενδιαφέρει την εταιρεία, η πρόκληση μιας θετικής εικόνας και –αναμφίβολα– η αύξηση των πωλήσεων, στηρίζεται σ’ ένα πολιτικώς ορθό μήνυμα ηθικού εθελοντισμού που, όπως και τόσα άλλα, αύριο θα ξεχαστεί;
Ας μη γελιόμαστε: είμαστε η χώρα των θυτών του Γιακουμάκη. Δεν ανεχόμαστε τις αποκλίνουσες συμπεριφορές, αποδιώχνουμε το διαφορετικό, αποτελούμε μέρος του «ανθρωποφαγικού» και «ανθρωποεμετικού» (για να θυμηθούμε τον Μπάουμαν) κοινωνικού αποκλεισμού. Οι μετανάστες μάς έχουν επιβληθεί λόγω παγκοσμιοποίησης, οι ξένοι είναι καλοί ως φτηνά εργατικά χέρια αλλά όχι για να τους έχουμε γείτονες, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τους ομοφυλόφιλους αρκεί «να μην προκαλούν».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ
Σε μια εποχή ρευστών ταυτοτήτων και αλλεπάλληλων μεταβολών, επιλέγουμε να οχυρωθούμε πίσω από συγκεκριμένα στερεότυπα και πολιτισμικά πρότυπα. Η νοσταλγική στροφή τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς προς τον κοινοτισμό, που το νεωτερικό κράτος είχε σπρώξει στο περιθώριο ευαγγελιζόμενο την απελευθέρωση από τις κάθε είδους κληρονομημένες ταυτότητες, δείχνει πάνω απ’ όλα την ανάγκη για σταθερότητα στη ζωή μας. (Σκεφτείτε τα πρόσφατα συνθήματα όλων των πολιτικών κομμάτων: την «αλλαγή» του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, τον «εκσυγχρονισμό» του Σημίτη, τη «μεταρρύθμιση» του Καραμανλή, «ξεμπερδεύουμε με το παλιό – κερδίζουμε το αύριο» του ΣΥΡΙΖΑ, όλα υποτίθεται ότι υπηρετούν μια νευρωτική επιθυμία ανανέωσης που έχει πλέον κουράσει). Ξεχνάμε, όμως, πόσο καταπιεστική ήταν κάθε τοπική κοινότητα πάνω στα μέλη της, πόσο αυταρχικά τα πρότυπά της, πόσο ναρκισσευόμενη και ταυτόχρονα δυναστική η περίκλειστη ομοιομορφία της. Ο πατέρας στην Κέρκυρα που σκότωσε την κόρη του επειδή δεν ενέκρινε τη σχέση της, αυτήν την κοινότητα αξιών εκπροσωπούσε.
Δεν είναι άσχετα αυτά τα φαινόμενα με την άνοδο της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη. Η εποχή μας δημιουργεί σύγχυση κι αν δεν έχεις την παιδεία για να βρεις τον προσανατολισμό σου, είναι πολύ πιθανό ν’ αναζητήσεις καταφύγιο και ταυτότητα για τον ανέστιο εαυτό σου στις μασίφ αντιλήψεις, στους σταθερούς φυλετικούς ρόλους και στους απόλυτους διαχωρισμούς του ασπρόμαυρου κόσμου της Χρυσής Αυγής.
Ο κόσμος της απόρριψης, της περιθωριοποίησης, της παρενόχλησης, της λεκτικής και σωματικής βίας που έζησε ο εσωστρεφής Βαγγέλης Γιακουμάκης, δεν έχει σχέση με τον κόσμο που παρουσιάζει η διαφήμιση. Τα «ζαχαρωμένα τραγούδια […] ταιριάζουν σε σοκολατόπαιδα», τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος. Μια έρευνα στα παιδιά των Γυμνασίων και των Λυκείων, ειδικά στην επαρχία όπου ο κοινωνικός στιγματισμός λειτουργεί περισσότερο, θα έδειχνε πόσο τα θέλγει το απόλυτο, πόσο επιδρούν τα στερεότυπα στα φύλα· πόσο τα αγόρια υποτιμούν στις σχέσεις τους τα κορίτσια. Οι φερόμενοι ως θύτες του Γιακουμάκη δεν είχαν συνείδηση του κακού που προκαλούσαν και τώρα διαμαρτύρονται, λειτουργώντας κατ’ ουσίαν αυτοδικαιωτικά, ότι ο περίγυρός τους και τα ΜΜΕ τούς ασκούν… bullying! Θα περίμενε τουλάχιστον κανείς μια κάποια αίσθηση ηθικής ευθύνης…
Η ΒΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Εν αρχή ην η βία. Η πρώτη πράξη του ανθρώπου μετά την έξοδό του από τον εδεμικό κήπο ήταν ένας αδικαιολόγητος φόνος, η δολοφονία του Άβελ από τον αδελφό του τον Κάιν. Από τότε όλοι φέρουμε το σημάδι του αδελφοκτόνου Κάιν, λέει ο Έσσε στον «Ντέμιαν». Η καταγραφή του περιστατικού στη Βίβλο δεν είναι τυχαία: υπάγεται σ’ ένα ουτοπικό σχέδιο άρσης της αποκτήνωσης και διάπλασης των ανθρώπων μέσω ενός γραμματολογικού ανθρωπισμού. Γιατί, όπως έχει γράψει ο Λεβινάς, η ίδια η Βίβλος είναι ένα κείμενο που αρνείται μια Ιστορία αδιάφορη για τα ιδιωτικά δάκρυα.
Τώρα πια που το τέλος της ανθρωπιστικής ουτοπίας έχει καταγραφεί –το Άουσβιτς κατέδειξε μια για πάντα πόσο αποτυχημένες είναι οι προσπάθειες της πολιτισμικής αυτοεξημέρωσής μας–, ποια ελπίδα μάς απομένει; Ζούμε πλέον στον πολιτισμό της οθόνης και αυτό συνεπάγεται ότι η ικανότητά μας να αντιδρούμε στα πράγματα με συγκινησιακή φρεσκάδα και ηθική μέριμνα υπονομεύεται από το αμείλικτο σφυροκόπημα της αναμετάδοσης χυδαίων και φρικτών εικόνων. Η παρατήρηση αυτή της Σούζαν Σόντανγκ επιβεβαιώνεται από μια αιφνίδια εισβολή σ’ ένα οποιοδήποτε εφηβικό δωμάτιο την ώρα που είναι ανοιχτός ο υπολογιστής ή το τάμπλετ.
Στην ελληνική κοινωνία η αγένεια, οι ρατσιστικές εκφράσεις, ο αποκλεισμός, ο κανιβαλισμός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η βία εντέλει, κυριαρχούν. Μας λείπει σε μεγάλο βαθμό η ηθική φαντασία που θα μας έβαζε στη θέση του Άλλου, μας λείπει συχνά εκείνο το πλεόνασμα ευσπλαχνίας που θα μας επέτρεπε να είμαστε πιο δίκαιοι.
Δικαιοσύνη σημαίνει να επιθυμείς ακόμα περισσότερη δικαιοσύνη. Αγάπη, να επιθυμείς διαρκώς περισσότερη αγάπη. Τις έχουμε ανάγκη και τις δύο.
[Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής, στις 17.2.2019.]