«Ιμεροδέρκεια» σημαίνει μία μαύρη τρύπα.
Να ’σαι διάτρητος, να ’χεις φύρα.
Να νοσταλγείς απύθμενα κι αδηφάγα, να ερωτεύεσαι σπάταλα θηρεύοντας φαντάσματα στις ρωγμές των άλλων.
Ο ιμεροδερκής αρέσκεται να σβουρίζεται εν κενώ, να συνθλίβεται, ν’ αυτοκτονεί ποντάροντας τον κόσμο σε μια αλλαξοζαριά.
Συχνά πέφτει σε χειμερία νάρκη μα δεν υπνώττει.
Η ανατομία που κάνει με το καλειδοσκόπιό του στις ψυχές των ανθρώπων είναι χειρουργική.
Βιώνει το πώς διαθλάται και παραθλάται το κιαροσκούρο που παιγνιδίζει στις χαραμάδες σιωπής τους.
Συνωνυμίες για τον ιμεροδερκή: μαινόμενος, μοναξιασμένος, μονωμένος, sui generis κ.ά..