Τα μαλλιά σου μυρίζουν αλάτι και άγουρο μήλο
αυτό θυμάμαι
αυτό, και το χώμα στην πόρτα σου
χαϊδεύοντας το πόμολο.
Ξημέρωσες απευθείας στο αριστερό μου μπράτσο
στην τελευταία πνοή ποτίζοντας
έφηβες κούνιες στον λαιμό
επέτρεψες την εκταφή του σαββατιάτικου πρωινού
την αντηλιά της ζάλης.
Στέγνωσαν πάνω σου οι ανάσες
γεννήθηκα ακριβώς εκεί
στην μήτρα σου
γεννήθηκα εκεί που με άφησες
στην κολυμπήθρα των ευχών
στις φαντασιώσεις γραμμένες σε τετράδιο.
Είσαι υπεράνω υποψίας αγαπημένη
τόσο δέρμα θέρισες χωρίς να σπείρεις
ούτε μια προσευχή στα γόνατα
για τον αγγελιοφόρο που ακολούθησε την μοίρα του
ως το κατώφλι μας.
Υπέφερα ως άμαχος
και άντεξα ως γνήσιος μάρτυρας της βελόνας σου
κάθε που έπλεκες την ζωή και τον θάνατο
στην πλάτη μου γελώντας με τα ίχνη των δοντιών
ως την λήξη της παρέλασης.
Είμαι πια ό,τι απέμεινε
είμαι αυτό που φαίνεται στο προσωρινό σου βλέμμα
μια ξεχασμένη αποικία
μια θολή αντανάκλαση της αίγλης σου
είμαι εσύ όταν σέρνεσαι αλμυρή στις πληγές μου.
Μαζί
είμαστε η πρύμνη και η πλώρη
ο καθένας στον χρόνο του
γέμισε ναυάγια τον πάτο της θάλασσας.