Στη δόξα του ήλιου μέρα μεσημέρι
Τ’ απόβραδα
Νωρίς τα πρωινά
Αλλά και νύχτες που ολομόναχο ένα αστέρι
Σοκάκια έρημα φωτίζει σκοτεινά
Γύρω αν τρυπάει παγωνιά ή καίει καλοκαίρι
Δίπλα μου πάντα βλέπω τη σκιά
Μια σκιά που διόλου δεν μου μοιάζει
Ξένη σκιά
Ώρες θαρρώ πως τη ζωή μου κάνει χάζι
Κι είναι φορές που πάω το βήμα να ταχύνω
Αλλά με πείσμα η σκιά δεν προχωρεί
Κι αν κοντοστέκω τα θολά να ξεδιαλύνω
Φτερά μου φέρνει για να μην καθυστερεί
Δεν την κοιτώ τα μάτια κάνοντας πως κλείνω
Τερτίπια όμως αυτή δεν συγχωρεί
Την ύπαρξη μου αδιάκοπα χλευάζει
Τάχα δεν είμαι εγώ
Μα ένας άλλος που μου μοιάζει
Λέω πως το διάβα μου σκιές δεν θέλω να ‘χει
Τη διώχνω
Να πάψει απαιτώ ν’ ακολουθεί
Λείπει η σκιά – μου απαντά – σε ό,τι δεν υπάρχει
Ή σ’ ό,τι έχει στο απόλυτο σκοτάδι βυθιστεί
Η φαντασία μου ‒της λέω‒ απλά είσαι που καλπάζει
Τότε πικρά χαμογελά και κάπου μέσα μου φωλιάζει
Ίσως σαν έρθει η ώρα
Που οι φανοστάτες θα ’χουν σβήσει πια του δρόμου
Κι ο ήλιος δεν θ’ αγγίξει άλλο πρωί
Κοιτάζοντας απ’ το παράθυρό μου
Πρώτη να δω εκείνη τη σκιά ν’ αποχωρεί
Σκυφτή σκιά
Κι ολότελα να μοιάζει
Πως ξένος στη ζωή μου εγώ
Δεν έστερξα στης μοίρας το γρανάζι
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Eric Johansson.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.