Εἶναι καιρός νά κλάψεις μόνος
γιά παλιά καί γιά ἐπερχόμενα
σάν ρομφαία ἡ ἅλωση σέ διαπερνᾶ
οὔτε λόγοι πιά, οὔτε θρῆνοι
μοναχά κερί ἀναφτό
κι ἕνα
Μνήσθητι, Κύριε,
Κωνσταντίνου τοῦ Δούλου Σου, Βασιλέως.
Μήνας Μάιος
τόσους πῆρε, δέν τοῦ ’φτασαν
μήνας ληστής στά εἰκοσιεννιά του
τρομερός, ἀκμαιότατος
μέ τά γένια πυρά
τά σπιρούνια στιλπνά
κοπετούς
καλπασμούς καταχθόνιους.
Χίλια τετρακόσια πενήντα τρία
κοράσια, μαθητούδια εὐάγωγα
στῶν χαρεμιῶν τή γλίνα
νιοί καί νιές τῆς Ἱστορίας σφάγια
καί γερόντοι ἀνήμποροι
στῆς σπάθας τήν ὁρμή.
Νά μετρᾶς δέ βολεῖ.
Χάνουν τό λογαριασμό οἱ αἰῶνες
τῶν ἀθώων οἱ γόοι
λουλουδάκια τοῦ ἀγροῦ
ἄ, σκληρή μου ἄνοιξη
τραχιά ὁρμή καί δάκρυ.
Ἡ μέρα κόμπος στό λαιμό
κι ἕνα τραγούδι θρῆνος
κι ἕνας μαρμαρωμένος θρύλος.
Προσοχή.
Σπάρτη, 28-5-2017
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε την ύλη του έντυπου τεύχους μας εδώ.








