Ποιος θα κυβερνήσει το σπίτι του νεκρού,
τώρα που το έλατο έγινε δύο
κι ο ήλιος περιμένει μεσούρανα
τρία χρόνια τώρα;
Οι στάχτες της ζωής του
αυτάρεσκες, στα πιάτα, στα ποτήρια
-μεσούρανα κι αυτά-
όπως κι οι καρέκλες.
Αιωρούνται μες στ’ άδεια δωμάτια
και σπάζουν με κρότο -αυτές μόνο-
ώσπου ξυπνούν οι γείτονες – τα μυρμήγκια.
Όμως πάλι δεν μπορούν να μπουν:
άνεμος αργός φυσά πίσω απ’ τα χνάρια της μύγας
Φως κανένα
Αφόρητη το χειμώνα η μοναξιά.
Κι έτσι αλλάζουν θέσεις μεταξύ τους –
το σαλόνι γίνεται αποθήκη, υπνοδωμάτιο η κουζίνα:
αν κάποιος μπει που δεν ξέρει να αιωρείται,
ποτέ δεν βρίσκει το κρεβάτι, ποτέ δεν ξεκουράζεται·
τα καλοκαίρια όλοι κάνουν κούνια,
στον αμέτρητο ιστό -τα λευκά μαλλιά που ’βγαλε το ταβάνι-
φτερουγίζουν, έρπουν, ζουζουνίζουν, χορεύουν
…είναι διακοπές…
Μετεωρίζονται και περιμένουν
πότε η πόρτα θα θελήσει να χορέψει μαζί τους,
κι αεράκι θαλασσινό
θα μετακινήσει τον ήλιο,
έτσι που χέρια κι ανάσες
να κατοικήσουν,
να το κυβερνήσουν.