Ο ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΟΣ
Φέρτε μου κι άλλο σκοινί
είπε ο κρεμασμένος
Από ’δω
δεν μπορώ
ν’ ατενίσω το φεγγάρι
H ΚΡΑΥΓΗ
Ξαφνικά,
μια φωνή ακούστηκε
από μακριά
μια κραυγή : β ο ή θ ε ι α !
Κάποιος έτρεξε να προλάβει
πριν να ’ναι αργά
Ύστερα κατάλαβε
πως ήταν
ο αντίλαλος.
ΟΙ ΕΜΠΡΗΣΤΕΣ
Μια πυρκαγιά απλώνεται
μέσα στην πόλη
ένα δέντρο καίγεται
στον απέναντι κήπο
στο διπλανό διαμέρισμα
στο απέναντι μπαλκόνι
Κι αλίμονο,
ποτέ δεν θα βρεθούν
του εμπρησμού τα σύνεργα
Οι εμπρηστές δεν θα λογοδοτήσουν
δεν θα μάθουμε ποτέ
τι απέγιναν τα θύματα
πόσοι μπόρεσαν
απ’ τις φλόγες
να επιζήσουν.
Ο ΝΑΡΚΑΛΙΕΥΤΗΣ
Το ποίημα
ένα ναρκοπέδιο
Οι λέξεις νάρκες
ξεχασμένες απ’ όλους
όπως κάθε σημαντική στιγμή
που χάνεται σιωπηλά
μέσα στο χρόνο
Το ποίημα
έδαφος ακίνδυνο
για τους περαστικούς
το προσπερνούν
έχοντας τα χέρια τους στις τσέπες
και σφυρίζοντας ανέμελα
ώσπου,
να εισβάλει σ’ αυτό
ο ποιητής
μέγας ναρκαλιευτής
το ποίημα
έδαφος
θανατηφόρο.
[Από τη συλλογή: Ύστατος καπνός, Οροπέδιο, Αθήνα 2010. Το έργο είναι του Giorgio de Chirico.]