frear

«Του καιρού γυρίσματα και επτά ακόμη διηγήματα» της Τίνας Κουτσουμπού – μια προσέγγιση της Ελένης Κοφτερού

Ο χρόνος ο αδυσώπητος, ο πανδαμάτωρ, ο αμείλικτος, που πάντα μας διαφεύγει και συνεχώς τον πολεμάμε, προσπαθούμε να του επιβληθούμε ή να τον κερδίσουμε, ο χρόνος ως έννοια και αίσθηση, εκτός από τη ζωή καθορίζει πολλές φορές και την έμπνευση του συγγραφέα.

Για αυτούς τους αέναους κυματισμούς, τη ρευστότητα, τις αναπάντεχες μεταβολές και την άρρηκτη σχέση της ιστορικής συγκυρίας με την ανθρώπινη μοίρα μιλά η Τίνα Κουτσουμπού στη νέα συλλογή διηγημάτων της με τίτλο: Του καιρού γυρίσματα (εκδ. Διάνυσμα). Η ανάγκη να μιλήσει ένας συγγραφέας για τον χρόνο και την εποχή του έχει τις ρίζες της στις απαρχές της δημιουργίας. Η αφήγηση που σχετίζεται με τον χρόνο αντλείται από πηγές αρχετυπικές. Πανάρχαιες αδιαμόρφωτες λέξεις όπως οι επιγραφές, τα επιγράμματα και τα σημειώματα στις πέτρες και στα σπήλαια μαρτυρούν την ανάγκη αυτή.

Νομίζω πως τα διηγήματα που θα παρουσιάσουμε σήμερα είναι δημιουργικό αποτέλεσμα της ανάγκης αυτής. Τα χαρακτηριστικά της συλλογής αποτελούν, η ενδελεχής ανάλυση του χαρακτήρα των ηρώων, η περιγραφή της αντίδρασής τους στα βίαια ερεθίσματα της κρίσης καθώς οι μακρινές ανάσες του χρόνου ανταμώνουν με ψιθύρους, θρήνους και επιφωνήματα.

Η Τίνα Κουτσουμπού καταφέρνει να μιλήσει για την εποχή της. Οι ήρωές της διαμορφώνονται, κινούνται και ενεργούν απόλυτα επηρεασμένοι από το ιστορικό γίγνεσθαι. Έτσι, στις σελίδες αυτού του βιβλίου, συναντάμε αγωνιστές της ζωής, νοσταλγούς της ανθρωπιάς και της αγάπης, απόκληρους πρόσφυγες που προσπαθούν να επιβιώσουν, μα υπάρχουν και ήρωες οικείοι και καθημερινοί, ευνοημένοι από τη ζωή, ευλογημένοι από την αγάπη, στους οποίους τα γυρίσματα του καιρού μόνο χαρά προσφέρουν, όπως ο πατέρας που ξαναγυρνά στην Κρήτη με τον φοιτητή γιο του. Γνωρίζουμε ακόμη δυο πολύ ξεχωριστές ηρωίδες στα διηγήματα «Τα στερνά της μάνας» και «Το τελευταίο δείπνο» που λειτουργούν ως φυλαχτά μνήμης. Οι ηρωίδες παραδομένες στην αναπόδραστη μοίρα του θανάτου λειτουργούν ως στέρεο υπόστρωμα για την γεμάτη λυρισμό αφήγηση της Κουτσουμπού.

Ο άνθρωπος είναι η πηγή και η απόληξη της έννοιας του χρόνου καθώς βρίσκεται δέσμιος στον στροβιλισμό του παρελθόντος που θέλει να περισώσει και του παρόντος που συνεχώς του διαφεύγει καθώς το μέλλον βρίσκεται πάντα σε εκκρεμότητα. Ένα μέλλον που το ορίζει η ιστορία, οι παγκόσμιες εξελίξεις και οι συγκρούσεις που δυστυχώς επηρεάζουν τη μοίρα εκατομμυρίων αμέτοχων αθώων ανθρώπων:

«Στο μικρό λιμάνι του νησιού, εδώ και ώρες, η αυτοσχέδια ομάδα περίθαλψης, αστυνομικοί, κάτοικοι, γιατροί με κάθε λογής υλικά μέσα, επιχειρούσαν αδιαμαρτύρητα να ανακουφίσουν τους θαλασσοπνιγμένους. Στην προβλήτα όλα έμοιαζαν με σκηνικό πολέμου, πρωτόγνωρο για τα άμαθα σε τέτοιες καταστάσεις μάτια τους. Ο λιμενάρχης, με φωνή δυνατή όλο έξαψη, έδινε τις τελευταίες οδηγίες στους άντρες του που είχαν περισυλλέξει τα κορμιά που ξεβράστηκαν στον Φάρο. Τους κάλυψαν με κουβέρτες και τους φόρτωσαν στο φορτηγό της Αστυνομίας για τις πρώτες βοήθειες. Ήταν δυστυχώς αυτοί που πανικόβλητοι είχαν πρώτοι ορμήσει στα κύματα να γλυτώσουν τον πνιγμό, όταν μπήκαν νερά στο φουσκωτό τους σκάφος. Ήταν αυτοί που πλήρωσαν τον φόρο για το απαγορευμένο όνειρο της φυγής τους στην ελευθερία. Το όνειρο που πνίγηκε μαζί με την τελευταία τους ελπίδα να προλάβουν να πιάσουν χώμα ευρωπαϊκό σε τόπο ειρηνικό.

Όλοι τους προέρχονταν από τις εμπόλεμες ζώνες του εμφύλιου στην Συρία. Mια μοίρα κακορίζικη τους έδιωξε από τις εστίες και τα πάτρια χώματα, ένας θεός άσπλαχνος, τους ανάγκασε να φύγουν εξόριστοι δίχως υπάρχοντα και τρόφιμα, κάποιους και δίχως σαφή προορισμό.»

Η συγγραφέας αρθρώνει λόγο για το συλλογικό, την ίδια στιγμή που φροντίζει να μεταπλάσει μέσω της αφήγησης το άρρητο και το δυσπερίγραπτο, τους φόβους, τις ματαιώσεις μα και τη λαχτάρα για ζωή στην εποχή της κρίσης.

Με ύφος άλλοτε καταγγελτικό κι άλλοτε χαμηλόφωνο χωρίς τυμπανοκρουσίες και διδακτισμούς υιοθετεί σ’ αυτή τη συλλογή το στέρεο στοιχείο του κοινωνικού προβληματισμού και το διαχειρίζεται με διεισδυτικότητα και τρυφερότητα. Συνδιαλέγεται με τον «καιρό» και τα γυρίσματά του όπως τον αντιλαμβάνεται την εποχή που γράφει τα διηγήματα.

Οι ήρωες της κάνουν στάση σε στιγμιότυπα ή περιστατικά, αναπολούν και προφητεύουν. Στο τοπίο της κρίσης όλα φαίνονται στάσιμα και μουντά ωστόσο χάρη στη γραφή τα πάντα μεταβάλλονται, αποκτούν δυνατότητες ανατροπής, η οδύνη κομματιάζεται σε λέξεις και η δικαιοσύνη έρχεται με τη μορφή ανταλλαγής ρόλων. Η λήθη απωθείται για τη μάνα και την αγαπημένη φίλη και μένει η ακριβή μνήμη και η τρυφερή νοσταλγία.

Η αφηγήτρια συνομιλεί με τους ήρωες με απαράμιλλο σεβασμό εισχωρεί στον κόσμο τους, τους παρατηρεί και η συνομιλία μεταφέρεται στον αναγνώστη. Καμιά φορά η επικοινωνία μαζί τους είναι ουσιαστικότερη από την κουβέντα με τους ζωντανούς. Οι μνήμες συνυφαίνονται με συναισθήματα κι επιθυμίες, εγείρουν προβληματισμούς ενισχύοντας την εντύπωση ότι για τον γραφιά ο χρόνος είναι πάντα κερδισμένος. Σας μεταφέρω ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα:

ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΧΩΜΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ

«Ο Μιχάλης, σφικτά κρατώντας το απαλό χεράκι της μικρής και με τα πόδια βιαστικά να φτάσουν, στρίβει στο γνώριμο στενό δρομάκι. Εκεί, όπου o νους και η καρδιά του ξεχνιόταν με τ’ άλλα τα παιδιά στης νιότης τα χαρούμενα παιχνίδια. Στη γωνιά του δρόμου σταματά. Ένα ψηλόλιγνο γέρικο κυπαρίσσι –σάμπως να ’ταν το ίδιο που μεγάλωσε μαζί του– λυγάει στο απαλό αεράκι τα περήφανα κλαδιά του σε ένα θερμό καλωσόρισμα. Βιαστικός, παίρνει να τρέχει ασθμαίνοντας σχεδόν τον ανήφορο, πάντα κρατώντας από το χέρι την Αγγέλα. Το βλέμμα του εντελώς απορροφημένο από τις καινούριες εικόνες γύρω του, ξεχνά για λίγο τη μικρή και τις γεμάτες περιέργεια, με ταχύτητα πολυβόλου, ερωτήσεις της.

Συναντά κι άλλους ξεριζωμένους απ’ όλο το νησί. Πολλοί οι απελπισμένοι- ρομαντικοί, σκέφτεται. Τίποτε δεν είναι πια το ίδιο. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, μονολογεί. Τα υγρά όλο ανυπομονησία μάτια του το αναζητούν στο τέλος του δρόμου μάταια. Ούτε ένα ίχνος από το ψηλό αρχοντόσπιτο της παιδικής του ηλικίας.»

Κυρίαρχο ρόλο εκτός από τον χρόνο έχει και η τοπιογραφία στη συλλογή αυτή. Η Αθήνα, σημείο αναφοράς της μνήμης, αναδεικνύεται σε κάποια διηγήματα ως τόπος στοχασμού, διερεύνησης και νοσταλγίας, ενώ παράλληλα ο ορίζοντας της θάλασσας στην Κρήτη, οι αυλές και τα δέντρα, οι ελαιώνες, μα κι ένα σαλόνι όπου λαμβάνει χώρα το αποχαιρετιστήριο δείπνο, συνθέτουν το τοπίο της συλλογής.

Τα διηγήματα μοιάζουν αυτόνομα με την πρώτη ανάγνωση, ωστόσο αυτή η εντύπωση ανατρέπεται με τις επόμενες αναγνώσεις. Οι ήρωες συναντιούνται, οι ιστορίες τους πιασμένες γερά στου καιρού τα γυρίσματα, εκτελούν κυκλικές διαδρομές και προχωρούν στου χρόνου τα ενδότερα που δεν μετριέται με ώρες και λεπτά παρά με δάκρυα συγκίνησης ή χαράς. Υπάρχει ένα αόρατο νήμα που συνδέει τις ιστορίες και δεν είναι άλλο από την αντίληψη και τα ερεθίσματα που δέχεται η συγγραφέας για να κινητοποιηθεί η έμπνευσή της, να αποκτήσει μερίδιο στο ταξίδι της γραφής η διαμαρτυρία για το άδικο του κόσμου τούτου.

Η Κουτσουμπού εντάσσει τους ήρωές της, στην σωστή κλίμακα της σχέσης τους με την εποχή της κρίσης ως οργανικό μέρος της και όχι έξω από αυτήν σαν παρατηρητές. Στο διήγημα «Το νερό που μ’ εκδικήθηκε» η ανάδρομη αφήγηση βοηθά στην ένταξη αυτή.

«Να, πάρε το μπουκάλι μου, και έλα να σε γνωρίσω καλύτερα. Μας ταΐζει πλέον ο Θεός του παπα-Κώστα» παραδέχτηκα με φιλικό ύφος δίνοντάς του το μπουκάλι το νερό μου. Το πήρε με τρεμάμενο χέρι. Με κοίταξε για λίγο απορημένος πασχίζοντας να ανακαλέσει στη μνήμη του το περιστατικό της επεισοδιακής γνωριμίας μας κι έπειτα ξαφνικά, σαν η θύμησή του να επανήλθε, είδα στο βλέμμα του μια σπίθα αποδοχής και κατανόησης για το αναίτιο τότε φέρσιμό μου. Με κοίταξε με νόημα και περιμένοντας να αρχίσω ίσως τη δική μου εξιστόρηση για το πώς βρέθηκα στη σημερινή μου κατάσταση, άρχισε να πίνει λαίμαργα, αφήνοντας τις σταγόνες να τρέχουν στο στέρνο του.

«Είδες αφεντικό τώρα, τι ψυχή έχει λίγο νερό;» μου απάντησε, αναθυμούμενος το απελπισμένο του πλύσιμο τότε, στην αυλή μου.

Δεν του απάντησα, τι να ’βρισκα άραγε να του πω; Σάμπως όλοι μας δεν είμαστε παιδιά του ίδιου Θεού; «Μια αλληλεγγύη μας σώζει φίλε, μου είπε, «απλά μια αλληλεγγύη».

Εκείνο το βράδυ, σημείωσα στο ημερολόγιο μου την μέρα τούτη που ξαναβρήκα το Μιχάλη και την ξεχώρισα, αφιερώνοντάς της τον τίτλο «Το νερό που μ’ εκδικήθηκε».

Έτσι, μέσω της γραφής αποκαθιστάται μια, θα τολμήσω τον όρο, εν δυνάμει ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, μια λογοτεχνική επανένταξη σ’ ένα αρμονικό σύνολο. Το ισοζύγιο του νερού γίνεται η απόλυτη έκφραση των γυρισμάτων του καιρού, όπως ακριβώς το αληθινό ταξίδι του νερού από τις πηγές των βουνών στη θάλασσα και απ’ τους υδρατμούς τ’ ουρανού στην βροχή που πέφτει στα γυμνά μας χέρια.

Οι ήρωες της συλλογής αυτής θα μπορούσαν να ζουν σε οποιαδήποτε χώρα σε οποιαδήποτε εποχή. Γιατί το νερό και ο κύκλος του είναι από τα θαύματα της φύσης που όλοι έχουν δικαίωμα να γευτούν

Η κρίση οδηγεί τον άνθρωπο σε καχυποψία και έλλειψη εμπιστοσύνης κι αυτό είναι από τις τραγικότερες επιπτώσεις της. Επηρεάζει την ψυχολογία με ύπουλο και διαβρωτικό τρόπο, ώστε οι άνθρωποι να βλέπουν παντού εχθρούς και ανταγωνιστές που θέλουν να τους κοροϊδέψουν, όπως στο διήγημα «Ο ένοικος» όπου η συγγραφέας αποτυπώνει με πολύ παραστατικό τρόπο την εσωτερική αναταραχή της ηρωίδας που οδηγείται σε ψυχικό κλονισμό… και ο πιο ακραίος κλονισμός είναι να χάσεις την εμπιστοσύνη στους συνανθρώπους σου…

Σας μεταφέρω ένα απόσπασμα από το διήγημα: «Ο ένοικος»

Τα χέρια της κρατούν την επιστολή με περιέργεια. Διαβάζει τις πρώτες γραμμές αδιάφορα και έπειτα… απότομα, σταματά. Κάτι γράφει εκεί, κάτι… Το όνειρο! Αμάν…Τα μαύρα τυπωμένα γράμματα χοροπηδούν μπροστά στα μάτια της, θαμπώνουν. Πώς είπες πως σε λένε νεαρέ;

«Οικονόμου, Σωτήρη Οικονόμου». Και προσπερνώντας την σαστισμένη ακόμη σπιτονοικοκυρά, στέκεται δίπλα της, σκύβει πάνω από την επιστολή που ταλαντεύεται ακόμη στα χέρια της και της δείχνει το όνομά του: Να, εδώ το γράφει Σωτήρης Οικονόμου. Μα γιατί σαστίσατε; Γνωριζόμαστε;

Δυο τρεμάμενα χέρια γλιστρούν μπροστά του και τον αρπάζουν απ’ το λαιμό. Η Νίκη χάνει τη ψυχραιμία της και ορμάει κατά πάνω του τραβώντας του μαλλιά και γένια. «Φύγε απατεώνα. Δεν θα με πιάσουν εμένα πια πάλι Κώτσο οι νοικάρηδες». «Έξω απ’ εδώ. Δεν το νοικιάζω πια το σπίτι». Η Ελεονόρα κι ο μεσίτης που μπήκαν απ’ την είσοδο τρέχοντας αλαφιασμένοι να τους ξεμπλέξουν, ήταν κι οι μόνοι που άκουσαν τα τελευταία αυτά λόγια της, πριν την δουν να σωριάζεται, φαρδιά-πλατιά, με κρότο στο πλατύσκαλο.

Κλείνοντας δεν μπορώ να μη σταθώ στο ύφος της γραφής του βιβλίου αυτού το οποίο μεταβάλλεται με επιδεξιότητα από λιτό σε γλαφυρό και παραστατικό μα είναι συνεχώς οικείο, όπως αρμόζει σε κάθε γραφή που προκύπτει από την ανάγκη υπεράσπισης της ανθρωπιάς.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: John Atkinson Grimshaw.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη