Τα μεγάλα λόγια ανέμιζαν σε δρόμους φαρδείς και σε μπαλκόνια
Η προσωπική ζωή του καθενός γραφόταν σε συντριβάνια
Και σε χώρους καλά φυλαγμένους στην ουτοπία
Με δαχτυλικά γεμάτους και χειλικά αποτυπώματα
Ένα χέρι ομίχλης τύλιγε τότε σε χαρτί διάφανο τις εμπειρίες
Προστατεύοντας τους ανθρώπους από τον χρόνο.
Η μοναξιά και η ζωή αδελφές δίδυμες
Μισούσαν πάντοτε η μία την άλλη
Αλληλογραφώντας με τα μάτια
Εμπλουτίζαμε με χαμόγελο τα άχρωμα χείλη
Μηρυκάζοντας αμίλητοι αλήθειες και ψέματα
Έτοιμοι για αναχώρηση από πλατείες οκταγωνικές
Όμως ήταν τόσοι πολλοί οι δρόμοι που ανοιγόντουσαν
Που δεν ξέραμε ποιον να πρωτοδιαλέξουμε.
Κι όσο μιλούσαμε ρούχα απομείναμε ορφανά
Στης σιωπής την κουρασμένη λεωφόρο.
Στον κήπο με τις κατεστραμμένες ζωές
Όποιο λουλούδι κι αν μύριζες, μοσχοβολούσε.
[Από τη συλλογή Όπως η θάλασσα με το αύριο, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016. Φωτογραφία από την ταινία Η διπλή ζωή της Βερόνικα.]








