Στον Δημήτρη και την Πιπίνα
Παρόλο που οι αξιόλογες ταινίες, οι οποίες προβλήθηκαν για πρώτη φορά στις ελληνικές αίθουσες κατά τη διάρκεια του 2016, ήταν αρκετές –τόσο παραγωγής του 2016 όσο και λίγο παλαιότερες– αυτές που ξανασκέφθηκα ή στις οποίες επανήλθα για κάποιο λόγο, δεν ήταν πολλές. Αλλά. Καθώς σκεπτόμουν τους «ήρωες» που με απασχόλησαν περισσότερο, διαπίστωσα κάτι αξιοπρόσεκτο: Στην κινηματογραφική παραγωγή του 2015 και 2016 υπάρχει μια ομάδα ταινιών με πρωταγωνίστριες γυναίκες, ταινίες που έχουν και θεματικό ή/και αφηγηματικό ενδιαφέρον καθώς και ερμηνείες σημαντικές∙ οι οποίες μάλιστα προέρχονται από ποικίλες κινηματογραφικές «σχολές» και με αφηγηματικούς τρόπους που παρουσιάζουν αρκετές αποκλίσεις. Επέλεξα, λοιπόν, μια πεντάδα από αυτές τις ταινίες –δηλαδή πρώτης προβολής του 2016– με συνεκτικό νήμα και άξονα περιστροφής τη γυναίκα και με ένα ακόμη κοινό χαρακτηριστικό: να ζυγίζονται σε αμφίρροπη ζυγαριά που δεν τελεσιδικεί υπέρ του καλού ή του κακού, υπέρ της αλήθειας ή του ψεύδους, υπέρ της αθωότητας ή της ενοχής. Αλλά ο ζυγός τους παραμένει εκκρεμής. Μέχρι τέλους.
Βικτόρια (Victoria, Σεμπάστιαν Σίμπερ, Γερμανία, 2015).
Ένα μονοπλάνο 140 λεπτών παρακολουθεί μια νύχτα της Βικτόριας, μιας νεαρής Ισπανίδας πιανίστριας που απογοητευμένη από μια κοπιαστική ζωή χωρίς πολλές προοπτικές επιτυχίας, εγκαταλείπει σπουδές και καριέρα και μεταναστεύει στο Βερολίνο δουλεύοντας σε ένα καφέ. Γνωρίζεται σε ένα μπαρ με την παρέα τεσσάρων νεαρών Γερμανών, τους ακολουθεί και στην διάρκεια της νύχτας βρίσκεται μπλεγμένη σε μια αλυσίδα παραβατικών πράξεων που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή και την ελευθερία της. Χωρίς λόγο, χωρίς ιδιαίτερη επιθυμία, θα αφεθεί σε μια ανέμελη πορεία αμφίβολης διασκέδασης, η οποία θα εξελιχθεί σε επικίνδυνη περιπέτεια. Ρεαλιστικοί χαρακτήρες, με μιαν ανεπιτήδευτη και εκφραστική, σχεδόν «αθώα» ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια, εντατική ροή παρόλη την ανυπαρξία «συγκλονιστικών» γεγονότων. Η αδιάκοπη κίνηση της κάμερας που ακολουθεί τους ήρωες συνηγορεί στην αίσθηση του βεβιασμένου αλλά και του ανικανοποίητου που χαρακτηρίζει τους τρόπους της νέας γενιάς. Αυτή η καταδικασμένη στο περιθώριο αλλά και διψασμένη για συγκινήσεις γενιά, είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής, την οποία ο σκηνοθέτης συν-αισθάνεται και στην οποία συμ-παρ-ίσταται με επιείκεια, κατανόηση αλλά και θλίψη. Η ηρωίδα ως γνήσια εκπρόσωπός της μέσα από την ένταση αλλά και την ελαφρότητα του «εδώ και τώρα» αφήνεται στο τυχαίο αναζητώντας ένα έρεισμα ή μια αιτία να υπάρξει και να ανήκει. Ή αναζητώντας απλά ένα νόημα σε έναν κόσμο που δεν μπορεί να το προσφέρει, όσο κι αν τον εκβιάσεις. Δίκαιο και άδικο, νόημα και α-νοησία ζυγίζονται αμφίρροπα μέχρι το τέλος.
Η Βασίλισσα της Γης (Queen of Earth, Άλεξ Ρος Πέρι, ΗΠΑ, 2015).
Η Ελίζαμπεθ Μος, ερμηνεύει βαθιά, χωρίς ακρότητες –γι’ αυτό και αλησμόνητα– όλες τις διακυμάνσεις του εσωτερικού σπαραγμού της νεαρής Κάθριν, η οποία περνά μια πολύ δύσκολη περίοδο μετά τον θάνατο του πατέρα της-ενός διάσημου καλλιτέχνη, για τον οποίο και εργαζόταν ως γραμματέας- απώλεια που προβάλλει εντονότερη μετά από την εγκατάλειψή της και από τον ερωτικό της σύντροφο. Αναζητώντας συναισθηματική υποστήριξη πηγαίνει στο εξοχικό σπίτι της καλύτερής της φίλης, η οποία δείχνει να την δέχεται με συνεχείς χειρονομίες αγάπης και φροντίδας. Κι ενώ φαίνεται σαν να επιζητούν μια βαθύτερη φιλική επαφή, η ολιγοήμερη συμβίωση των δύο γυναικών θα φέρει στο φως πληγές και πάθη που κρύβονται καλά κάτω από την επίπλαστη επιφάνεια της μακρόχρονης φιλίας. Ψυχογράφημα δυνατό, ερμηνείες σπάνιες. Η πορεία προς την ψυχική κατάρρευση αποδίδεται χωρίς μελοδραματισμό, αλλά με μιαν ένταση που προκύπτει από τις επάλληλες τομές του εσωτερικού κόσμου, οι οποίες κατορθώνουν να αποτυπώσουν την πυκνή ύλη της δυστυχίας σε μια γυναικεία φιλία που οι τριγμοί της τρομάζουν, σε μια σχέση που δεν ξέρεις ποιος έφταιξε και ποιος πληρώνει. Αθωότητα ή ενοχή, αγάπη ή σκληρότητα σε μία διάζευξη που δεν κατακυρώνεται.
Φελίξ και Μεϊρά (Felix & Meira, Μαξίμ Ζιρού, Καναδάς, 2015).
Η Μεϊρά είναι μία νεαρή παντρεμένη Εβραία της αυστηρής χασιδικής κοινότητας και μητέρα ενός μικρού κοριτσιού, βρέφους ακόμα. Γνωρίζεται τυχαία με τον Φελίξ, έναν άντρα γύρω στα 40, που ζει μοναχικά, χωρίς απασχόληση, ξοδεύοντας την πατρική του κληρονομιά, της οποίας η σκιά βαραίνει παράξενα το παρόν του. Και οι δύο, παρόλες τις διαφορές τους, αισθάνονται μόνοι, βουλιάζοντας σε μία πνιγηρή καθημερινότητα, σε έναν συναισθηματικό λήθαργο, αταίριαστοι και αποξενωμένοι από τους υπόλοιπους του κόσμου τους. Αυτό είναι που θα τους ενώσει σε μια σχέση χωρίς πάθος ή συγκλονισμό, αλλά ήπια και συγκρατημένη. Ο έρωτας που υποδηλώνεται χωρίς να εκφράζεται, δεν είναι παράφορος ή συναρπαστικός, απλώς δίνει την αφορμή, για να αισθανθούν ζωντανοί και ικανοί να αναλάβουν πρωτοβουλίες για τη ζωή τους. Μια αφήγηση αργών ρυθμών, η οποία υπογραμμίζει το απλό και το ασήμαντο, τη σιωπή και την αμηχανία ανθρώπων που δεν έχουν μάθει να επικοινωνούν. Ακόμη και τα χρώματα της ταινίας είναι ήπια και άτονα, οι χώροι προβάλλονται σχεδόν «κενοί», οριοθετώντας ένα αφιλόξενο, απογυμνωμένο αστικό τοπίο. Οι ήρωες συνομιλούν στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανοεβραϊκή (γίντις) σε μια πολυγλωσσική επικοινωνία, η οποία υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τη δυσκολία της βαθύτερης επαφής. Η ταινία κεντράρει στη Μεϊρά που ζει υποταγμένη αλλά δεν παραιτείται, που αντιστέκεται και πεισμώνει χωρίς να επαναστατεί. Που είναι περισσότερο δυνατή από ό, τι φαίνεται, που ασφυκτιά εκεί που ο σύζυγός της αισθάνεται πλήρης και ασφαλής. Το τέλος θα μπορούσε να σημάνει μιαν αισιόδοξη ανατροπή, αν και αυτό που ουσιαστικά μάς δίνει είναι μόνο μιαν ανάσα ανακούφισης. Τους ήρωες τους συμπαθούμε, χωρίς να συμπάσχουμε μαζί τους, σε μια ιστορία που κρατά ίσες αποστάσεις χωρίς να ενοχοποιεί κανέναν. Ελευθερία και δέσμευση, δύναμη και αδυναμία, αντίσταση και υποταγή, ζεύγματα χωρίς συγκρούσεις σε μια ταινία που αποπνέει τρυφερότητα για την ανθρώπινη αδυναμία αλλά και την δύναμη, που όσο βαθιά και να κρύβεται μέσα μας, κάποτε αχνοφέγγει.
Η Υπηρέτρια (The Handmaiden, Παρκ Τσαν-Γουκ, Νότια Κορέα, 2016)
Στην Κορέα του 1930, που βρίσκεται υπό ιαπωνική κατοχή, σε μια απομονωμένη έπαυλη φθάνει μια νεαρή υπηρέτρια, για να δουλέψει ως καμαριέρα της νεαρής πλούσιας κληρονόμου, η οποία ζει μοναχικά μαζί με τον ιδιόρρυθμο αυταρχικό θείο της, που σχεδιάζει να την παντρευτεί, για να της υφαρπάξει την περιουσία. Ο σχεδιασμός της αρχικής σαγήνευσης της Κυρίας υπο-δεικνύεται ως διπλή μηχανή, για να από-δειχθεί τριπλή, σε ένα διαδραστικό παιχνίδι, όπου θύματα και θύτες αλληλοεξαπατώνται. Τρεις διαδοχικές οπτικές γωνίες στην αφήγηση, αλλάζουν την τροπή της ιστορίας δίνοντας την απαραίτητη αποστασιοποίηση, ώστε ο θεατής να αγνοεί τα κίνητρα και τις βαθύτερες σκέψεις των πρωταγωνιστών και να ερμηνεύει εξ υστέρου με διαφορετικόν τρόπο τα αρχικά σήματα της πλοκής. Στιλιζαρισμένοι χαρακτήρες, «ατμοσφαιρική» σκηνογραφία, καδραρισμένη φωτογραφία και διαυγή χρώματα δημιουργούν ένα «κλίμα» που παγιδεύει τον θεατή και συνεχώς τον παραπλανά. Η βία αποκαλύπτεται ολοένα πιο έντονη καθώς η διήγηση ξετυλίγεται, σκοτεινά σεξουαλικά ένστικτα, εκδίκηση, αντισυμβατικοί έρωτες συμφύρονται με το απρόοπτο, το μυστήριο, το σασπένς αλλά και την ειρωνεία και την αυτοϋπονόμευση- που σε κάποιες στιγμές οδηγούν στα όρια του κωμικού την αφήγηση. Σε έναν αγώνα ταχύτητας και ίντριγκας, η «θηλυκή» πλευρά του έρωτα και της τρυφερότητας είναι ο τελικός κυρίαρχος του παιχνιδιού με την ομορφιά να αποθεώνεται στη λεπτή λευκότητα των κορμιών των δύο πρωταγωνιστριών που θα διδάξουν η μία στην άλλη την αληθινή ηδονή και την αγάπη. Ωστόσο. Το happy end δηλητηριάζεται από τις σκηνές βίας που κρατά για το κλείσιμο- σχεδόν με σαδιστική ευχαρίστηση- ο σκηνοθέτης. Αλήθεια και ψέμα, έρωτας και δόλος ακροβατούν στα όρια μιας αυτάρεσκης υπερβολής.
Εκείνη (Elle, Πολ Βερχόφεν, Γαλλία-Γερμανία, 2016).
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ κατορθώνει να αποδώσει με αξιοθαύμαστο τρόπο την βαθύτερη πολυτροπία της συγκαλυπτικής ψυχρότητας της Μισέλ, μιας Διευθύντριας εταιρίας ηλεκτρονικών παιχνιδιών, αυστηρής και αδίστακτης τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική της ζωή. Ένας μασκοφόρος άντρας τής επιτίθεται μέσα στο σπίτι της και τη βιάζει. Ξεκινά η ίδια, μυστικά, την αναζήτηση του δράστη ερευνώντας το επαγγελματικό και γειτονικό της περιβάλλον. Αναζήτηση που θα την οδηγήσει σε μια αναδιαπραγμάτευση των προσωπικών και οικογενειακών της σχέσεων, αλλά και στην ανα-κάλυψη των μυχών του δικού της ψυχισμού. Ο σκοτεινός βυθός που ταραγμένα μάς βασανίζει κάτω από μιαν ακύμαντη επιφάνεια, μέσω της οποίας προφασιζόμαστε ότι διατηρούμε την ψευδαίσθηση της ισορροπίας και τον έλεγχο της επιτυχίας. Το παθολογικό παρελθόν επισκιάζει το επιτυχημένο προφίλ της κεντρικής ηρωίδας, το πατρογονικό σφάλμα βαραίνει πάνω της πολλαπλά. Κι ενώ γυρεύει τον ένοχο σε μια παρτίδα εκδίκησης, βουλιάζει η ίδια μέσα στην ηδονή της βίας που προσπαθεί να ξορκίσει, αλλά την πολιορκεί συνεχώς: στην εργασία, στη σχέση με τον πατέρα, τον σύζυγο, τον γιο. Καλό και κακό, θύμα και θύτης, συζυγίες που μέχρι το τέλος μάς εμπαίζουν, κάποιες στιγμές με παιδική αθωότητα και κάποιες άλλες με σαρδόνιο σαρκασμό.
Καλή χρονιά!
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]