frear

Χριστουγεννιάτικο τραπέζι – του Μιχάλη Μακρόπουλου

Όταν αρρώστησε ο παππούς, και πολύ περισσότερο μετά το θάνατό του, τα εγγόνια αραίωσαν τις επισκέψεις τους στο τριάρι του ’60 στο Κουκάκι. Σπούδαζαν –αρχαιολόγος η κοπέλα, βιολόγος τ’ αγόρι–, έμεναν βέβαια ακόμα στο πατρικό τους, αλλά είχαν τις παρέες τους, δεν ήταν πλέον κείνα τα πιτσιρίκια που έκαναν την υποχρεωτική μηνιαία επίσκεψη στο διαμέρισμα των παππούδων. Και τώρα, άρρωστη και η γιαγιά, είχε κλειστεί στο σπίτι της, άντε να ’βγαινε για τα χρειαζούμενα ψώνια στη γειτονιά. Είχε επιμείνει όμως να τους κάνει το τραπέζι, 26 Δεκέμβρη, να τους δει –που ’χαν από πριν από το καλοκαίρι να περάσουν– και να τους δώσει τον χριστουγεννιάτικο μποναμά τους. Γι’ αυτήν, ακόμα ήταν μικρά παιδιά. Πάλι καλά που δεν τους ζήτησε να της πουν τα κάλαντα.

Η πολυκατοικία μύριζε γερατειά – δεν είχανε δει ποτέ έναν νέο άνθρωπο όποτε περίμεναν να ’ρθει το ασανσέρ για ν’ ανέβουν στον τρίτο. Όλοι οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να ’ταν συνταξιούχοι. Το ασανσέρ ανέβαινε κι ο βόμβος της εξώθυρας ηχούσε ακόμα – είχε κολλήσει η γιαγιά το δάχτυλό της στο θυροτηλέφωνο και δεν έλεγε να το τραβήξει, μήπως έκλεινε η πόρτα πριν προφτάσουν να μπουν.

Φτάνοντας στον τρίτο, άκουσαν το βόμβο να σταματά και την πόρτα ν’ ανοίγει. Τους περίμενε, και την αγκάλιασαν αμήχανα, σάμπως να ήταν το αγκάλιασμά της ένα παιδικό κουσούρι που πάλευαν να ξεφορτωθούν. Ο χρόνος μέσα είχε σταματήσει. Αν άναβαν την τηλεόραση, το σήμα θα ήταν της ΥΕΝΕΔ και θα ’βλεπαν, ασπρόμαυρα, το Σκίππυ, το καγκουρό και τη Λάσσυ. Πλαστικά λουλούδια στόλιζαν το τραπέζι στο σαλόνι, και στη φοντανιέρα υπήρχαν μαργαρίτες που από την πολυκαιρία η σοκολάτα τους είχε ασπρίσει.

Αφού ο καθένας είχε πάρει το χαρτζιλίκι του, κάθισαν στο τραπέζι, μα στη μυρουδιά μες στην κουζίνα υπήρχε κάτι που δεν ταίριαζε με τις χριστουγεννιάτικες προσδοκίες της μύτης τους. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με τρία βαθιά πιάτα και κουτάλια.

«Γιαγιά, τι μαγείρεψες;» τη ρώτησε η εγγονή.

«Τέτοια μέρα, τι θα μαγείρευα; Μαγειρίτσα».

Τους σερβίρισε κι έκατσε.

«Νόστιμη;» τους ρώτησε.

«Πολύ, γιαγιά. Πολύ», απάντησαν τρώγοντας τη χριστουγεννιάτικη μαγειρίτσα τους – και ξαναγέμισαν τα πιάτα τους, γιατί πράγματι ήταν πολύ νόστιμη.

Τούτη η χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα, στη μνήμη της Πετρούλας Μακροπούλου

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη