Ο Κωστής Παπαγιώργης δηλώνει ήδη από την Εισαγωγή του δοκιμίου του πως εκείνος, σε αντίθεση με την ακαδημαϊκή κριτική, προτίθεται να ασκήσει το “veto” του αναγνώστη παραμένοντας μακριά «από μεθόδους και ερμηνείες». Ορίζει ως βασικό του κριτήριο «το ένστικτο της εικοσαετούς αναγνωστικής πείρας του πάνω στο έργο του Ντοστογιέφσκι». Έτσι, εκτελώντας χρέη ιστορικού και βιογράφου, συγγράφει τη μελέτη του πάνω στο έργο του Ρώσου συγγραφέα, αφού παρουσιάσει την πόλη και τα πρόσωπα που καθόρισαν το έργο του. Η πόλη είναι η Πετρούπολη και τα πρόσωπα είναι ο Τσάρος της Ρωσίας Μέγας Πέτρος και ο συγγραφέας Γκόγκολ.
Επιστρέφοντας ο Τσάρος από το ταξίδι του στην Ευρώπη, με πολυμελή ακολουθία εμπειρογνωμόνων και με στόχο να λύσει «το εθνικό ζήτημα δια της σπάθης», ξεκίνησε τις καινοτομίες του από την ανώτερη τάξη η οποία «απέκτησε διαμιάς» ευρωπαϊκό πολιτισμό. Φυσικά, πήρε αυστηρά μέτρα που ορισμένα μοιάζουν σήμερα ευτράπελα, όπως το ξύρισμα της «ρώσικης» γενειάδας, τότε όμως άλλαξε τα ήθη των Ρώσων ευγενών αφήνοντας τον χωρικό σε ένα μεσαιωνικό, ορθόδοξο και μυστικιστικό παρελθόν.
Η Εκκλησία και η γη ήταν οι σταθερές του ρώσικου λαού, ωστόσο, την εποχή εκείνη συνέβη στη Ρωσία το Σχίσμα (Raskol), το οποίο ήταν αντίθετο από εκείνο που συνέβη κατά τη Μεταρρύθμιση στην Ευρώπη. Ο Τσάρος Πέτρος, δηλωμένος εχθρός της μοσχοβίτικης παράδοσης, αν και δεν ήταν άπιστος, δεν ενδιαφερόταν για τα εκκλησιαστικά θέματα. Θεωρούσε τον κλήρο μια βαθμίδα του λαού και μέσα στο πνεύμα του εξευρωπαϊσμού έπρεπε να συμμορφωθεί και η Εκκλησία. Όρισε πατριάρχη της αρεσκείας του υποταγμένο στο Κράτος και έκτισε τη νέα πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη, μια ευρωπαϊκή πόλη που ήταν αποκομμένη από τα αυτόχθονα ήθη.
Μέσα σε αυτή την πόλη έφτασαν οι ιδέες των επαναστάσεων και του Διαφωτισμού. Οι συνθήκες όμως ήταν διαφορετικές και ευνοούσαν τις συντροφιές και όχι τις επαναστάσεις. Οι ιδέες του σοσιαλισμού και του μηδενισμού χωνεύτηκαν μέσα στη ρώσικη ορθοδοξία και καθόρισαν τη σκέψη σπουδαίων διανοουμένων. Μέσα σε ένα πνεύμα αντιφάσεων εμφανίστηκε ο σπουδαίος συγγραφέας Γκόγκολ για τον οποίο ο Τουργκένιεφ παραδεχόταν πως «όλοι βγήκαμε από το «Παλτό», εννοώντας τους μυθιστοριογράφους του ρώσικου ρεαλισμού. Ο Γκόγκολ κατόρθωσε με το δηκτικό πνεύμα του να σατιρίσει την Ρωσία, αλλά απέτυχε να βγάλει προς τα έξω την ψυχή του ρωσικού λαού. Εκεί ακριβώς πέτυχε ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, ο οποίος, εγκαταλείποντας τις αρχικές ρομαντικές του εξάρσεις, άγγιξε σχεδόν την παράνοια με τον «Διπλό άνθρωπο» (Σωσία) και βρήκε τον εαυτό του αφού μελέτησε τον εγκληματία στο κάτεργο, μακριά δηλαδή από όσα ήξερε για τη ζωή.
«Ο ρομαντικός ήρωας – περιφρονητής των ορθολογικών κριτηρίων– παραδιδόταν στο διφορούμενο, στο χαοτικό, στο εκστατικό και το δαιμονικό. Ένας παρόμοιος τύπος ανθρώπου δεν μπορεί παρά να έχει “δύο ψυχές μέσα στα στήθια του”».
Αυτές τις δύο ψυχές θα τις αναζητήσει σε ολόκληρο το έργο του, από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα, με το πείσμα αστυνομικού επιθεωρητή που προσπαθεί να εξιχνιάσει το έγκλημα. Ο Ντοστογιέφσκι αποκήρυξε τον ρομαντισμό του με το έργο του Υπόγειο και απελευθερώθηκε από αυτόν.
«Η αποκήρυξη του ρομαντισμού, έτσι όπως έγινε στο Υπόγειο, αποτέλεσε την εσωτερική απελευθέρωση του Ντοστογιέφσκι από το καθεστώς της λογοτεχνίας που είχε υπηρετήσει επί τόσα έτη»
Ελεύθερος από ρομαντισμούς, ζώντας ως κατεργίτης, ρουφάει τη ζωή στο όριο μέσα στην έσχατη απόκλιση.
«Ό,τι αποκλίνει έχει αναμφίβολα προνόμια αν όχι δικαιώματα ευφυίας απέναντι στη ζωή. Και το κάτεργο ήταν η πλήρης απόκλιση απ’ ότι είχε ως τότε γνωρίσει».
Η πορεία του Ντοστογιέφσκι προς το κάτεργο είχε σταθμό τις παρέες των διανοουμένων (Μπελίνσκι, Τουργκένιεφ), αλλά και των επαναστατών (Πετρασέφσκι, Σπέσνιεφ). Μόνο πίκρα και απογοητεύσεις βίωσε μέσα σε αυτούς τους κύκλους ώσπου εκεί που σχεδόν θα χανόταν μέσα σε έναν ρομαντικό ιδεαλισμό και μια ψευδή εσωτερικότητα, «η τύχη του επεφύλασσε το μέγιστο προνόμιο». «Το κάτεργο, αντί να τον εξουθενώσει, έσωσε τον άνθρωπο και τον συγγραφέα Ντοστογιέφσκι».
«Η διαφορά από τους ανθρώπους της ιντελιγκέντσια ήταν χαοτική: εκείνοι καθορίζονταν από το πιστεύω και τις πράξεις που δεν είχαν κάνει, παρότι διαρκώς ρητόρευαν γι’ αυτές, ενώ οι κατεργίτες, άνθρωποι της τετελεσμένης δράσης, δε δέχονταν καμιά συζήτηση για τις πράξεις τους.»
Ο ιδιοφυής συγγραφέας υποφέροντας από κρίσεις επιληψίας αλλά και από ψυχικά προβλήματα, που σήμερα θα τα χαρακτηρίζαμε διπολικότητα και ιδεοληψίες, κατέληξε στην ανατομία του καλού και ιδιαίτερα του κακού, εισχωρώντας στα ενδότερα της ανθρώπινης φύσης. Αναρωτήθηκε για την ηθική της ηθικής.
«Η ηθική –ψυχρή ασυγκίνητη σαν το νόμο– παίρνει ρητά το μέρος του δέοντος, κρίνει τον άνθρωπο, αλλά η ίδια δεν εκτίθεται στις δοκιμασίες της ζωής. Γι’ αυτό καταδικάζει τον παραβάτη, χωρίς να τον “συμπαθεί”. Κρατώντας αποστάσεις από τους αρνητές της, αποδεικνύεται ευθυνόφοβη, γιατί φροντίζει να περισώσει τα κριτήριά της, χωρίς να αποτολμά το αγκάλιασμα της ανθρώπινης φύσης.»
Επίσης σκέφτεται πάνω στην αξία της ζωής και το ψεύδος της ηθικής αλλά και της αλήθειας: «Αφού ο κοινωνικός πόλεμος καταργεί την ηθική (χωρίς να μειώνει τους ανώτερους σκοπούς), τότε γιατί η θυσία κάποιων άχρηστων και απεχθών ανθρώπων πρέπει να θεωρείται έγκλημα άξιο τύψεων; Μήπως η ηθική χρησιμεύει σαν ψευδο-φράγμα που υψώνουν οι αντίπαλοι της προόδου και οι δόλιοι απολογητές της εκάστοτε τυραννίας;»
«Άλλοτε πίστευαν ότι η αλήθεια παρηγορεί και ενδυναμώνει τον άνθρωπο. Αλλά η υποχθόνια αλήθεια διαφέρει ριζικά από τις γενναίες αλήθειες που προηγήθηκαν. Δε σκέφτεται τον άνθρωπο και αν, μιλώντας μεταφορικά, μπορούμε να τις αποδώσουμε ορισμένες προθέσεις, θα είναι μάλλον κακές».
Απορρίπτει την ιδεολογία ως καταξίωση και προσωπείο. Αναζητά τον άνθρωπο που καταξιώνει την ιδεολογία και την περίσταση: «Η ιδέα είναι πάντοτε ο άνθρωπος που τη ζει. Έχει τη δική της ζωή και συμπεριφορά. Γι’ αυτό έκρινε τις ιδέες από τους ανθρώπους και όχι τους ανθρώπους από τις ιδέες που υποστήριζαν. Ο άνθρωπος αλλάζει ιδέες, αλλά το ίδιο το φυσικό του είναι αξερίζωτο»
Ο Ντοστογιέφσκι βρίσκεται σε πόλεμο με τη Λογική και τον Ορθολογισμό, καθώς η λογική δεν μπορεί να κοιτάξει μέσα στην ανθρώπινη φύση: «Εφόσον όλα τα θεωρητικά επιχειρήματα είναι κατ’ ουσίαν έλλογα, άρα πλειοδοτούν στις επιδιώξεις του Λόγου, το μόνο που απομένει είναι ένα λοίδορο “όχι” σε καθετί λογικό».

Ο Ντοστογιέφσκι μέσα από ήρωες όπως: ο Υποχθόνιος (Το Υπόγειο), ο Ρασκόλνικοβ (Έγκλημα και τιμωρία), ο Μίσκιν (Ο Ηλίθιος), ο Σταυρόγκιν (Οι Δαιμονισμένοι), οι Ντολγκαρούκι και Βερσίλοβ (Ο Έφηβος), οι Καραμάζοβ και ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής φτάνει στον «ιδιαίτερο Θεό» που ήταν ρωσικό προνόμιο και ήταν ο μόνος αληθινός Θεός, σύμφωνα με τον μεγάλο Ρώσο συγγραφέα. Αναζητώντας την δική του ταυτότητα αναζήτησε εκείνη του Έθνους. Μετέτρεψε το εθνικό ζήτημα σε ιδιωτικό βίωμα. Ξεκινώντας από «δαρμένο και περιγελασμένο ποντίκι», κέρδισε ως μυθιστοριογράφος την ελευθερία του παραδίνοντας την ψυχή του στο Έθνος. Μέσα στο ρου της Ιστορίας ως Ιεροεξεταστής αναθεματίζει και τον ίδιο τον Χριστό λέγοντάς του «Πήγαινε και μην ξανάρθεις πια… Ποτέ, ποτέ!».
Πολέμιος των –ισμών ο Ντοστογιέφσκι, η μόνη θρησκεία που προσκυνάει είναι η πατρική γη μπροστά στην εξομολογητική και συνάμα τραγική κίνηση όταν σκύβει να τη φιλήσει. Εδώ παρεκκλίνω από την άποψη που δίνει το δοκίμιο του Κωστή Παπαγιώργη, το οποίο παρουσιάζει τον Ντοστογιέφσκι ως βαθιά θρησκευόμενο αλλά μέσα από μια πορεία άρνησης του Χριστού για να τον ξαναβρεί στη δισυπόστατη φύση του. Ταυτιζόμενος με τη δική του «δισυπόστατη» φύση πέρα από το καλό και το κακό όπως το δίδαξε και ο Νίτσε. Ωστόσο ολόκληρο το έργο του φλέγεται από το ερώτημα «Ο άνθρωπος είναι πέρα για πέρα άνθρωπος ή έχει ένα κρυφό κέντρο που τον οδηγεί πάνω από τον εαυτό του;».
Ο Κωστής Παπαγιώργης υπήρξε μεταφραστής των περισσότερων φιλοσόφων και ο ίδιος συγγραφέας που με χειρουργική λεπτομέρεια εξέταζε οτιδήποτε καταπιάστηκε –από το πένθος και τη μνήμη μέχρι το φθόνο και τα πάθη όπως το αλκοόλ. Τελευταίο του βιβλίο, το ημιτελές Ο εαυτός που ίσως περιπαικτικά σατιρίζει τις φιλοσοφικές παραινέσεις φιλοσόφων, τα «Εις εαυτόν». Ο Παπαγιώργης είχε τελειώσει το προλογικό του σημείωμα στον Ντοστογιέφσκι γράφοντας και κλείνοντάς μας το μάτι: «Μόνο βαθιά αρρωστημένοι στο πνεύμα άνθρωποι θα ήταν σε θέση να νιώσουν τον πραγματικό Ντοστογιέφσκι».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]