Μετάφραση: Μιχάλης Πάγκαλος
[…]
ΕΒ: Κάναμε ένα δρομολόγιο. Για μας, αυτό ξεκίνησε λίγο νωρίτερα στην πραγματικότητα. Για το Μπούχενβαλτ τον Αύγουστο. Το στρατόπεδο εκκενώθηκε στις 18. Στις 19 επιβιβαστήκαμε στο τραίνο, σε ανοιχτά [ΣτΜ: χωρίς σκεπή] βαγόνια, ενώ χιόνιζε. Αυτό κράτησε κάποιες μέρες. Και αυτό το ταξίδι έχει χαραχτεί μέσα μου. Προτού να φτάσουμε, θυμάμαι ένα απόγευμα στη Βαϊμάρη. Δεν ξέραμε πού βρισκόμασταν. Χιόνιζε. Υπήρχαν ήδη νεκροί. Πολλοί νεκροί μέσα στα ανοιχτά βαγόνια. Ήμουν εκεί με τον πατέρα μου. Αίφνης, χάσαμε τα λογικά μας. Ήμασταν εκεί με τρεις κουβέρτες ο καθένας, απελπισμένοι. Παραληρούσαμε. Αρχίσαμε να ουρλιάζουμε μια προσευχή. Την προσευχή που διαβάζουμε συνήθως στο τέλος του Γιομ Κιππούρ, τη μέρα, δηλαδή, του Εξιλασμού, «αληθώς Κύριος ο Θεός, αυτός ο Θεός». Όταν το σκέφτομαι αυτό τώρα, δεν μπορώ ακόμη να το πιστέψω. Ήταν ένα είδος αποχαιρετισμού στη ζωή, στον κόσμο. Και πηγαίναμε στον θάνατο. Το ξέραμε. Πηγαίναμε να πεθάνουμε. Όλοι το ξέραμε. Όλοι το σκεφτόμασταν. Τότε, όλοι μαζί, αρχίσαμε να ταλαντευόμαστε μπρος πίσω, όπως κάποτε στη Συναγωγή, όταν ήμουν παιδί. «Αληθώς Κύριος ο Θεός, αυτός ο Θεός». Παραληρούσαμε. Το τραίνο σταμάτησε τότε στη Βαϊμάρη. Και, αίφνης, ακούσαμε κάποιους εκτοπισμένους που μας έλεγαν ότι αρνούνταν να μας παραλάβουν στο Μπούχενβαλτ, διότι το στρατόπεδο ήταν ήδη υπερπλήρες. Δε δώσαμε σημασία. «Αληθώς Κύριος ο Θεός, αυτός ο Θεός». Μας παρέλαβαν. Θυμάμαι, είχε ήδη νυχτώσει. Τελικά στα ντουζ. Τα διηγείσαι στο βιβλίο σου και εγώ στο δικό μου. Και μετά το μικρό στρατόπεδο. Και το μικρό στρατόπεδο ήταν, τολμώ να πω, χειρότερο για εμένα, στην αρχή, χειρότερο από το Άουσβιτς.
ΧΣ: Εγώ, κατέβαινα στο μικρό στρατόπεδο από το φθινόπωρο του 1944, για να δω κάποιους φίλους, ορισμένα πρόσωπα, που βρίσκονταν, επί παραδείγματι, στο παράπηγμα των ανικάνων, το παράπηγμα 56. Εκεί κρατούνταν ο Χάλμπβακς [Halbwachs], που ήταν καθηγητής μου στη Σορβόννη και ο Μασπερό [Maspero], ο πατέρας του Φρανσουά Μασπερό, που ήταν επίσης ένας μεγάλος οριενταλιστής. Και βλέπαμε τις συνθήκες ζωής του μικρού στρατοπέδου. Ωστόσο, αίφνης, επιδεινώθηκαν.
ΕΒ: Τέλη Ιανουαρίου. Θυμάμαι ότι μπροστά στο μεγάλο παράπηγμα της προσωρινής κράτησης, μας κατέβρεχαν με νερό, για να μας διώξουν. Με παγωμένο νερό μπροστά στο παράπηγμα. Παγώσαμε ολόκληροι. Και ήμουν εκεί με τον πατέρα μου. Και έπειτα, ο πατέρας μου χάθηκε. Ο πατέρας μου πέθανε. Και έπειτα, δεν γνώριζα, στην πραγματικότητα το Μπούχενβαλτ. Δεν ζούσα πια. Από αυτή τη μέρα ως τη μέρα της Απελευθέρωσης, δεν ήμουν εκεί. […]
[Απόσπασμα της εκτενούς συζήτησης που δημοσιεύεται στο Φρέαρ, τχ. 16/17. Υπενθυμίζουμε ότι η ύλη του έντυπου περιοδικού είναι εντελώς άλλη από την ύλη που δημοσιεύεται καθημερινά στην ιστοσελίδα μας.]
[Στη φωτογραφία, η απελευθέρωση του Άουσβιτς.]