Όλοι τους ειδικοί γραφολόγοι κι αυθεντίες στον τομέα τους.
Με κύρος αδιαμφισβήτητο, τίτλους ακαδημαϊκούς και εμπειρία αξιοζήλευτη. Τώρα έπρεπε να αποφανθούν.
«Μα είναι πρόδηλο: εδώ το Α, φανερώνει συναισθηματική αστάθεια
και τάσεις φυγής.
Παρατηρήστε την απότομη κλίση των δυο κάθετων γραμμών
όπως συγκλίνουν προς το τέλος. Με πόση βιαιότητα φτάνουν
στην κορύφωση της ανάγκης.
Κι ύστερα η οριζόντια γραμμή, λίγο πιο κάτω από το κέντρο,
με τι αιχμηρότητα διαπερνά τις δυο άλλες, σαν λεπίδα αποφασισμένη».
Μετά αυτό το Ν, φαίνονταν πιο ντροπαλό και διστακτικό.
Μια αδύναμη γραμμή που ανεβοκατέβαινε ρυθμικά
εκτοξεύονταν κι απότομα βούλιαζε με μια πνοή
χωρίς ούτε στιγμή να σηκώσει τα μάτια
από το λευκό χαρτί.
Βέβαια για το Τ, η εκτίμηση ήταν ομόφωνη.
Στην μέση των υπόλοιπων γραμμάτων
αυστηρό, τονισμένο κι ηγεμονικό
έμοιαζε σχεδόν τρισδιάστατο.
Τόσο που αν δεν του έλειπε μια μικρή γραμμούλα
στη κορυφή, θα χωρούσε ολόκληρο το τετέλεσται.
Για το Ι, υπήρξαν κάποιες επιφυλάξεις.
Οι περισσότεροι κατέληξαν στη διαπίστωση της
ικανότητας αυτού του γράμματος, να διατηρεί ακλόνητη
την μοναξιά του, σε μια κατακόρυφη ευθεία
κρεμασμένη από το πουθενά.
Όσο για το τελευταίο γράμμα, απεφάνθη
ο γηραιότερος κι ο πιο σεβάσμιος όλων:
«Αυτό το Ο, το χωρίς αρχή και διακριτό τέλος,
κυκλικό και ουροβόρο περιστρέφεται σαν όρκος χαραγμένος
στο μάτι του φιδιού, λίγο πριν την προδοσία.
Αυτό και μόνον αρκεί για να πεισθώ
πώς σίγουρα η λέξη γράφτηκε από κάποιον
που την εννοούσε».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]