Παραμύθι
Στενή ντουλάπα
με χαλαρούς μεντεσέδες
ξινό άρωμα ποτίζει το βερνίκι.
Σακάκια στοιβάζονται
πλάι σε μια κόκκινη ρόμπα
κλωστές κρέμονται από τα μανίκια.
Σημάδια στο λεπτό σατέν
τα ρούχα είναι καρό
με λεκέδες.
Αθόρυβη κίνηση δίπλα στον καθρέφτη
κουμπιά πετάγονται
γεμίζουν φίδια το πάτωμα.
Στην ανατολή του ήλιου
η κόκκινη ρόμπα παίρνει ξανά
ένα χρώμα πιο λευκό κι από αλάτι
γίνεται ολόσωμο φόρεμα
με φαρδιές τιράντες και νωπό χαμόγελο.
Παραμερίζει τ’ αργοπορημένα σακάκια
βγαίνει έξω, στη ζωή των ανθρώπων.
Ψάχνει βιαστικά να ντύσει μια γυναίκα
ν’ ακουμπήσει το σκισμένο ύφασμα
σε μια λεία πλάτη χωρίς ουλές.
Φαντάζεται πως είναι πεταλούδα.
Το σούρουπο ντύνεται πάλι
κόκκινο πρόσωπο και μακριά μανίκια
περιμένοντας τα ίδια σακάκια.
Χαϊδεύει το ψαλίδι στη μεταξωτή τσέπη.
Σε λίγο θα είναι μόνη
ανάμεσα σε δεκάδες καρό κομμάτια.
Αποσύνθεση
Μούδιασμα στους λοβούς των αυτιών
τα μαλλιά μαλακώνουν απ’ την αφή
μάγουλα κόκκινα ως το περβάζι
ντυμένα φως και κλωστές
βρόχινες λακκούβες στο λαιμό
ιδρωμένες φλέβες πέφτουν ανυπόμονα
στα πλευρά που ξεφουσκώνουν
οι θηλές σκληραίνουν άνισα
ανάμεσα στις χαρακιές
αποτυπώματα στην πλάτη θυμίζουν
τα πρώτα λόγια στον αμμόλοφο
τις πρώτες νότες
αφήνουν τα δάχτυλα χρώμα
γύρω από τον ομφαλό
γελαστές ουλές που έχασαν
τα χαλίκια ως τα χείλη
λυγίζουν απρόθυμα οι γοφοί
το μαύρο της σιγής φτάνει
πλάι στους αστραγάλους
η ομίχλη σκεπάζει το γλυπτό πόδι
γλείψαμε τη σάρκα ως το κόκκαλο
χωρίς βιασύνη
χωρίς γλώσσα
χωρίς.