Μετάφραση από τα ιταλικά: Θεοδόσης Κοντάκης
Χειμώνας
Νύχτα, χειμώνας σαρωτικός. Λίγο μόνο
τις κουρτίνες σηκώνεις και κοιτάς. Ανασηκώνονται
άγρια τα μαλλιά σου, η χαρά άξαφνα
ανοίγει διάπλατα τα μαύρα τα μάτια∙
με κείνο που είδε ‒ήταν μια εικόνα
του τέλους του κόσμου‒ παρηγοριέται:
η καρδιά ως τα βάθη ζεστή, γεμάτη.
Κι ένας άνδρας σε λίμνη πλανιέται
παγωμένη, κάτω απ’ το στραβό φανοστάτη.
***
Ποίηση
Είναι σαν, για έναν άνθρωπο δαρμένο απ’ τον άνεμο,
τυφλωμένο απ’ το χιόνι ‒ολόγυρα μαστίζει
κόλαση πολική την πόλη‒
ν’ αφήνει ο τοίχος μια πόρτα ανοιχτή.
Μπαίνει. Ξαναβρίσκει ζωντανή καλοσύνη,
γλυκύτητα σε μια γωνιά ζεστή∙ ένα όνομα,
ξεχασμένο, δίνει ένα φιλί
σε πρόσωπα χαρωπά που δεν έβλεπε πια,
παρά μόνο μες στη σκιά, σε όνειρα απειλητικά.
Γυρνά
πίσω στο δρόμο∙ ακόμα κι ο δρόμος είν’ άλλος.
Ο ωραίος ο καιρός ξανάρθε∙ τους πάγους
σπάνε πρόθυμα χέρια, το γαλανό επιστρέφει
στον ουρανό και στην καρδιά του. Και σκέφτεται
πως κάθε κακό ακραίο κάτι καλό προμηνά.
***
Εργασία
Μια φορά
ήταν η ζωή μου ευτυχισμένη∙ η γη
άνθη μου ’δινε κι άφθονους καρπούς.
Τώρα σκάβω γη ξερή και χέρσα.
Η αξίνα χτυπάει
σε πέτρες και χαμόκλαδα∙ πρέπει να σκάψω
βαθιά, όπως αυτός που θησαυρό ψάχνει.
***
Οδυσσέας
Σαν ήμουν νέος διέσχισα
της Δαλματίας τις ακτές∙ νησάκια
ξεμυτίζαν στον αφρό, κει που σπάνια στεκόταν
πουλάκι ψάχνοντας για λεία με σπουδή∙
φύκια την σκεπάζαν γλιτσερά, στον ήλιο
όμορφα σαν τα σμαράγδια. Κι όταν η παλίρροια
τα ‘κρυβε κι η νύχτα, τα πανιά στον άνεμο
κόντρα λυγίζαν, για τ’ ανοιχτά, την παγίδα
ν’ αποφύγω. Τώρα είναι το βασίλειό μου
τούτη η γη του κανενός. Το λιμάνι τα φώτα του
γι’ άλλους ανάβει. Εμένα σε πέλαγο ανοιχτό
ακόμα το πνεύμα με σπρώχνει τ’ αδάμαστο
και της ζωής η αγάπη η οδυνηρή.
[Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης των ποιημάτων του Umberto Saba (1883-1957) στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Henri Cartier Bresson.]








