ΑΠΟΦΑΣΗ
Δυο λύκοι παίζουν ρουλέτα
Ο ένας ποντάρει στο μαύρο
Κι ο άλλος στο κόκκινο
Στο χρώμα τ’ ουρανού κανένας
Ανοίγω μετά το κλουβί
Δραπετεύει ένα μικρό ψαράκι
Το άκουσα να κελαηδά
Το κυνηγά ο γάτος με τα γυαλιά
Το πνίγει με τα νεκρά δόντια
Ο ήλιος ερωτεύεται το θάνατο
Κι αρχίζει να πέφτει σαν χιόνι
Μια λάμψη από άσπρη παγωνιά.
Αποφάσισα να ζω πεθαμένος
Και να ποντάρω στην άβυσσο.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
Μαζεύω πακέτα από τσιγάρα
Για το χριστουγεννιάτικο δέντρο
Πουλιά με κοιτάνε που γράφω
Αρπάζω ένα και το κάνω στολίδι
Άρχισε να κλαίει με λυγμούς
«Σ’ αγαπώ, γι’ αυτό σε κρέμασα»
Φυσούσε απ’ το σπασμένο τζάμι
Κάποιο παιδί μπήκε στο δωμάτιο
Το κρύο τού περόνιαζε τα χέρια
Οι ήρωές του είχαν πια πεθάνει
Μα εγώ μάζευα μικρές καρφίτσες
Και τις έβαζα στα τσιγαρόκουτα
Τα πουλιά με κοιτούσαν παράξενα
Να τρυπώ τα χάρτινα ποιήματα
Μετά βγήκα στο δρόμο κι έτρεχα
Ώσπου με αναγνώρισε ο Θεός
Και με μεταμόρφωσε σε πουλί.
Τώρα με δύο σώματα ανεβαίνω
Στο δέντρο του θανάτου μου.
ΤΡΟΠΑΡΙΑ
Τροπάρια για μελλοθάνατους
Έξω θα πέφτει πυκνό σκοτάδι
Το δωμάτιο τρύπιο στο ταβάνι
Από αδέσποτο καπνό τσιγάρου
Χειμώνας με κρύα εγκαύματα
Η μηχανή αποθανατίζει τοπία
Άσπρων πληγωμένων δρόμων
Στόματα περιμένουν μια λέξη
Όμως τα μαχαίρια ασυγκίνητα
Κόβουν κατάσαρκα τις ελπίδες
Και διαμελίζουν τις ομορφιές.
Αργοπεθαίνουν τα περιστέρια
Τα χαράματα πέφτουν στη γη
Τηλεγραφήματα απ’ το φεγγάρι.
Κι εγώ σκοτωμένος από καιρό
Ψέλνω τροπάρια για ζωντανούς.
ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ
Εξ αποστάσεως νεκρός
Ανάβω βεγγαλικά το βράδυ
Παρενοχλώντας το σκοτάδι
Ο δρόμος για τον ουρανό
Περνάει μέσα απ’ τα φώτα
Με υποδέχονται τα σύννεφα
Τα πουλιά με χειροκροτούν
Τρέχω σε κούρσα θανάτου
Φονιάδες με ψαλίδι στο χέρι
Κόβουν το νήμα της ζωής
Εξουθενωμένος και μόνος
Κάθομαι πάνω στις ράγες
Έχει καιρό να περάσει τρένο
Μάκρυναν και τα γένια μου.
Ένα κορίτσι με σιδεράκια
Λούζεται στο διπλανό τάφο
Μπλέκομαι στα μαλλιά της
Χτυπάει κάποιο τηλέφωνο
«Δεν είμαι εδώ για κανέναν
Αφήστε με πια να κοιμηθώ».
ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ
Τις Κυριακές γίνομαι γκαρσόνι
Σερβίρω φύκια στους πνιγμένους
Ουράνια τόξα στα μαύρα πουλιά
Τις Κυριακές απαγγέλλω στίχους
Με πολύ δηλητήριο στο ρεφρέν
Σκίζω το σιδερωμένο πουκάμισο
Και το πετώ σ’ ένα υγρό χαντάκι
Περνάω κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
Στο κεφάλι μου σπασμένα γυαλιά
Οι άνθρωποι ποτέ δε με κοιτούν
Τρυπούν τα μάτια τους με βελόνες
Ύστερα γίνονται σχεδόν αόρατοι
Πάνε στο γήπεδο, στην ταβέρνα
Πίνουν, πίνουν μια δόση θανάτου
Γυρίζουν αργά σπίτι τους νεκροί.
Τις Κυριακές γίνομαι φαντάρος
Και περιμένω την Απόλυσή μου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Giuseppe Madonia.]