Μετάφραση: Ιωάννης Αλ. Νοταράς
Εμφανίστηκε στην πόρτα, με κοίταξε επίμονα,
σα να με γνώριζε σε μιαν άλλη ζωή.
«Έτρεχα διαρκώς ξοπίσω σου», είπε.
«Χρόνια και χρόνια, ήμουν στους δρόμους,
αμέτρητες φορές. Τα εισιτήρια των τρένων,
τα εισιτήρια των λεωφορείων, τα εισιτήρια των αεροπλάνων…
Το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να με κεράσεις ένα ποτήρι».
Έριξε το ταγάρι του στο πάτωμα
και κάθισε στο διπλανό σκαμνί.
Κοίταξε μέσα στα μάτια μου σαν ένας άγιος,
είπε «Δείχνεις μια χαρά, έχασες βάρος».
Το πρόσωπό του προκαλούσε ανατριχίλα.
Τα μαλλιά του χρειάζονταν κούρεμα και λούσιμο.
«Δεν σε ξέρω», είπα, «ποτέ μου
δεν σ’ έχω ξαναδεί». Χαμογέλασε,
με το ίδιο χαμόγελο που θα ’χε χαρίσει κι ο Ιησούς
στον Ιούδα, ύστερα το πρόσωπό του άλλαξε
σε μια μάσκα βουντού, καθώς φώναζε
«Μετά απ’ όσα έχω κάνει για σένα!»,
γυρίζοντας να κοιτάξει τριγύρω εκείνους που τρώγαν
και πίναν, όλους εκείνους που τον αγνοούσαν
αλλά εγώ ήξερα πως μας θεωρούσαν συντροφιά,
έτσι, βλέποντας ένα τρένο να σταματάει στην αποβάθρα,
άρπαξα το καπέλο μου, τις τσάντες κι έτρεξα
τρυπώνοντας μέσα ακριβώς τη στιγμή που αναχωρούσε,
χωρίς να γνωρίζω προς τα πού κατευθυνόταν,
ακούγοντας τα μουγκρητά εκείνου να μ’ ακολουθούν
στην καταπράσινη ύπαιθρο του Ντέβον
στην οποία ποτέ δεν θα ριψοκινδυνέψω ξανά μια επίσκεψη.
[Matthew Sweeney, «Incident in Exeter Station», από το βιβλίο του A smell of fish, 2000.]