Τρία τρία περνούν φτερωτά σύννεφα
οι πεινασμένοι γλάροι με την αλμύρα ακόμη στα μάτια.
Σπανίζουν πια οι καλές ψαριές.
Τ’ ασημένια σμάρια που αλλάζουν ομοιόμορφα σχήματα
μέσα στο φωτισμένο νερό από τον ήλιο, κάθε φορά που σβήνει
βασανιστικά τις αχτίδες του στο γαλάζιο σώμα της θάλασσας.
Τα σιωπηλά κοπάδια από ιριδίζοντα μάτια και γυαλιστερά λέπια
που κάποτε έστηναν χορό βακχικό με τις μέδουσες
καθώς κολυμπούσαν ρυθμικά
διάφανες μαινάδες στις πλαγιές των κυμάτων.
Πήραν λοιπόν την μεγάλη απόφαση.
Όσοι ήταν ακόμα νέοι με καρδιά και φτερούγες δυνατές
πέταξαν για τον βορρά.
Εκεί, στις πεδιάδες, στις χαράδρες στα βουνά
από πλαστικό βιοδιασπώμενο ριγμένα σε μια νεκρή άβυσσο
σαν πολύχρωμο κουφάρι στη μεθόριο των ετοιμοθάνατων σκιών
που περιμένει να θαφτεί πιο βαθιά και να λιώσει
στη ζεστή λάσπη των πεταμένων θαυμάτων.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]