Όπως όλα τα παπαδοπαίδια
είχε για παππού του το διάολο·
κι όποτε τον έπιαναν αϋπνίες,
την πλήρωναν οι πουτάνες
των Παρισίων.
Και πού να κλείσει μάτι;!
Όταν από παιδί τον ζύγωνε
το φάντασμα του Χρόνου·
Όταν, ακόμη περισσότερο,
στα νιάτα του, έπλεκε
–δίχως να το ξέρει–
το εγκώμιο του Τρόμου.
«Πετάχτε το Θεό στον κάλαθο
των αχρήστων» – μια διαρκής
υπόμνηση εκ μέρους του.
«και ό,τι διασκεδάζει την πλήξη σας.
Γίνετε ασκητές από καπρίτσιο
και σχοινοβάτες από άποψη».
Ένας Ινδουιστής σοφός,
που γύρναγε με το κρανίο του στο χέρι,
επιδεικνύοντας την απαράμιλλη λευκότητα
του θανάτου.
Κι αν κυνηγάμε τώρα ετούτη τη στιγμή Emil,
σ’ αυτό το ξέφρενο παγκάκι,
πίνοντας μπίρες και χλευάζοντας τους πάντες·
Είναι γιατί ο θάνατος
εσένα σε συνάντησε
μ’ ένα χαμόγελο απάνω στο σβησμένο σου τσιγάρο,
κι εμένα με κατατρύχει
σαν ένα ξόδεμα του Επέκεινα,
σαν ένα ακόμα μπιζ
στην πλάτη του Χριστού.
Μία τραμπάλα με το ταβάνι
είναι για τους δειλούς,
για όσους δεν ψυλλιάστηκαν
πως τίποτα δεν τρέχει.
Εσύ όμως Cioran,
πατάς στους ώμους της Αθλιότητας
για να ανέβεις στις ταράτσες μας,
κι όποτε σου ’ρθει
να ρίξεις κι από μια ροχάλα
στις καπνοδόχους μας
κι απ’ την καπνιά της ύπαρξής μας
να τις καθαρίσεις.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]