ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΣ
Όταν σου ανακοινώνουν
Το θάνατό σου απ’ το τηλέφωνο
Είναι περασμένα μεσάνυχτα
Εσύ βγαίνεις ανακουφισμένος στο δρόμο
Και κερνάς το φεγγάρι μπίρες
Μετά βρίσκεις ένα ανοιχτό φαρμακείο
Και ζητάς τσιρότο για τα κουνούπια
Τέλος επισκέπτεσαι το καλύτερο μπαρ της πόλης
Και γνωρίζεις τον έρωτα της ζωής σου.
Τα χαράματα φεύγεις έντρομος για το σπίτι
Σκεπτόμενος πως έχεις πεθάνει
Περνάς κατά λάθος έξω απ’ το μαιευτήριο
Σε αρπάζουν οι νοσοκόμες
Και σε τοποθετούν σε θερμοκοιτίδα
«Γεννήθηκες πρόωρα» σου λένε
«Από σήμερα θα τρέφεσαι με σωλήνα».
Εσύ δραπετεύεις απ’ το παράθυρο
Πηδάς πέντε ορόφους, γκρεμοτσακίζεσαι.
Παίρνεις τηλέφωνο το ασθενοφόρο:
«Γιατί μας καλείτε, για να γεννηθείτε ή να πεθάνετε;»
ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ
Τα πρωινά του καλοκαιριού
Βγαίνω από νωρίς στο μπαλκόνι
Βλέπω μια θάλασσα να ξεχύνεται στο δρόμο
Φορτηγά πλοία γεμάτα τύψεις
Να προσδένουν στην πυλωτή
Ένα σκυλί να κολυμπά στα βρόμικα νερά.
Κάποιες φορές ακούγονται φωνές ναυαγών
Παίρνω τα κιάλια μήπως και τους εντοπίσω
Διαμελισμένα όνειρα σε αποσύνθεση
Επιπλέουν ανοιχτά της θλίψης.
Και στο βάθος του ορίζοντα
Η Αμοργός ξεδιπλώνει τη μορφή της
Αγέρωχη κοπέλα στην ακμή της εφηβείας
Να δαγκώνει τον άνεμο με μανία
Να εκστομίζει βότσαλα αντί για λέξεις
Και να μπερδεύει το φουστάνι της
Στα πλακόστρωτα στενά του ήλιου.
Δίπλα η Αστυπάλαια με κοιτάζει απ’ το κάστρο
Απλώνει το χέρι της να με τραβήξει
Της το δίνω και πέφτω ξερός στην αγκαλιά της.
Τα βράδια του καλοκαιριού
Βγαίνω μεσάνυχτα στο μπαλκόνι
Πίσω μου η Ελευσίνα και το Πέραμα
Συχνά ακούγονται κλάματα παιδιών
Σπασμένα όνειρα πριν την ενηλικίωση
Κι απ’ τα βρόμικα νερά των ναυπηγείων
Μια νεκρή κοπέλα αναδύεται
Απλώνω το χέρι μου να την τραβήξω
Με αρπάζει και με πετάει στο κενό.
[Από τη συλλογή Εκτός εαυτού, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2015. Ο πίνακας είναι του Paul Delvaux (1897 – 1994).]