Εχθές, γύρω στις 10 το βράδυ, επιστρέφαμε πεζή στο σπίτι μας από το κέντρο του Αμαρουσίου. Μικροσκοπικοί ανάμεσα σε βουβά κτίρια, νεραντζιές και ψηλά πεύκα, απτόητοι από το αγιάζι και το ψιλοβρόχι, αντιμαχόμασταν με τους δυσανάλογους ίσκιους μας τα φώτα του δρόμου, ενίοτε προσπερνώντας πυράκανθους και πανσέδες κάτω από τα γιγαντιαία παράθυρα περίφρακτων νεοκλασικών οικιών. Ήμασταν εμείς, σχεδόν επίπεδοι –στο ύψος της ασφάλτου–, σχεδόν θαμμένοι – κλειδοκράτορες ενός μικρού διαμερίσματος της πυκνοκατοικημένης συνοικίας – ίσοι με το γύρω μας τίποτα. Βαδίζαμε παίρνοντας τέμπο από το άηχο φύσημα της οικογενειακής θαλπωρής, ενώ ο μικρός έσερνε κλωτσηδόν με σαματά ένα κονσερβοκούτι.
Έτσι –καλά προγυμνασμένοι στο πρόσω ολοταχώς βάδισμα– μεταφερθήκαμε χωρίς καμία αντίρρηση, την επόμενη της Κυριακής της Τυρινής ημέρα, την Καθαρά Δευτέρα, σε αλάνα επαρχιακού οικισμού, με τον χαρταετό παραμάσχαλα. Αγοράσαμε την απαραίτητη καλούμπα, φροντίσαμε λίγο τα ζύγια και την ουρά του και επιχειρήσαμε να τον σηκώσουμε. Σίφουνας ο αετός μας, στριφογύρισε τρελά από του λυσσασμένου αγέρα την ορμή – αλλά και του υποφαινόμενου την ατζαμοσύνη – και κατέπεσε με σφοδρότητα στα κλαδιά μιας αγριοβελανιδιάς. Την ίδια περίπου τύχη είχε και ο αετός της φιλικής οικογένειας που διέμενε μόνιμα σε γειτονικό της αλάνας οικόπεδο.
Πόσο γρήγορα, όμως, η πικρή αίσθηση της αποτυχίας απαλύνθηκε από το βάλσαμο ενός τρίτου αετού που έφερε επισκέπτης της φιλικής μας οικογένειας, καταφθάνοντας στο παραπέντε της αποχώρησής μας. Οι φίλοι μας έσπευσαν να αποκόψουν την ουρά από τον σπασμένο δικό τους αετό και να την προσθέσουν στο νεώτερο και ευρωστότερο. Εμείς, ευθύς, υποσχεθήκαμε να θέσουμε στη διάθεσή τους τις καλούμπες μας. Ε, λοιπόν αυτή τη φορά ο αετός σηκώθηκε με τη μία, κέρδιζε ολοένα ύψος, μάκραινε στον ορίζοντα, οι καλούμπες μας ενώνονταν βιαστικά και όλοι –μικροί και μεγάλοι– πανηγυρίζαμε φωνασκώντας με ενθουσιασμό: «Αμόλα καλούμπα, αμόλα καλούμπα, για δες πόσο ψηλά πάει…».
Τέλος, δέσαμε το σκοινί σε έναν μεταλλικό πάσσαλο, αλλά δεν άντεξε για πολύ στη σθεναρή αντίσταση και ο χάρτινος ήρωάς μας ελευθερώθηκε ξαφνικά. Τρέχανε κάτω στη γη τα παιδιά, έτρεχε και ο αετός από πάνω τους, πέρα μακριά και χανόταν, έτρεχε και η απλή ήρεμη ημιτελής χαρά μας .. και χανόταν με ένα επίμονο χτυποκάρδι…
Είναι ακάματη και ατελείωτη η ποίηση των ανθρώπων. Ξεκινάει από το παρόν και εκτείνεται στο άπειρο μέλλον μας.
Για τα παιδιά μας ευχαριστούμε…
Αθήνα, 17 Φεβρουαρίου 2010
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]