Η Ανάδοχη Πατρότητα του Δόκτωρος Λακάν
Προσπάθησε να χωνέψει την Ιστορία
μέσα από τη Λέξη.
Αυτός, ο ξιπασμένος γιος των ξιδεμπόρων.
Οι δόκτορες τον κοίταζαν με μισό μάτι,
το ίδιο κι η πριγκίπισσα Βοναπάρτη.
Εκείνος όμως είχε ναπολεόντειες προσδοκίες
και το αδυσώπητο ένστικτο ενός Ιησουίτη.
«Ο πατέρας του πατέρα μου», έλεγε,
«είναι πατέρας του κατά τη φύση,
αλλά όχι και κατά την ιδιότητα».
– Ένας αυταρχικός παλιό-γέρος,
(ο παππούς του).
– Μια άθεη θεολογία,
(η Ψυχανάλυση).
Ο Βελάσκεθ βέλαζε στ’ αφτί του:
«Ο καθρέφτης είναι το εργαλείο μου
για ν’ ανατρέπω τους μονάρχες,
δείχνοντάς τους γυμνούς,
κάτω απ’ τα περίτεχνα υφάσματα.
Εσύ όμως, πάρτον και κάν’ τον στάδιο,
ώστε να βλέπει ο καθένας τη φύση του, χωρισμένη από τους άλλους».
Κι εκείνος έβαζε ένα ένα τα ονόματα
στη ζυγαριά του,
σαν παλιός φαρμακοτρίφτης.
Το μέσα και το έξω, έλεγε.
– ὁδὸς μία καὶ ὡυτή.
Το μέσα και το έξω, έλεγε.
– ο Μαρξ έστησε στα πόδια της
τη διαλεκτική.
Το μέσα και το έξω, έλεγε.
–
ο Λακάν όμως την έκανε λακανική!
Ένα βράδυ, στον ύπνο μου, βρέθηκα
στο νοσοκομείο της Αγίας Άννας.
Η αίθουσα των σεμιναρίων ήτανε αδειανή
κι εκείνος καθότανε μονάχος,
καπνίζοντας ένα από τα μαθήμια του. Χάρηκα που τον είδα
και πήγα να τον συναπαντήσω.
Μα όπως περπάταγα,
το πάτωμα γίνηκε νερένιο
κι ακόμη, απύθμενος, μου φάνηκε, ο βυθός του.
«Δάσκαλε!» Φώναξα, «Βοήθα με, βουλιάζω.»
Κι εκείνος, καθισμένος στην έδρα του, αποκρίθηκε:
«Δεν μπορώ να σε κάνω να περπατάς στα κύματα,
αν θέλεις όμως, μπορώ να σε μάθω να επιπλέεις».
Ὁ πρόεδρος Σρέμπερ ~
Σύμφωνο συμβίωσης μὲ τὸ Θεὸ
Ἀπὸ τὶς κόχες τοῦ οὐρανοῦ πεσμένα,
παράξενα, ὀλοπράσινα πουλιὰ,
ὁρμοῦνε καὶ μοῦ μπλέκουν στὰ μαλλιὰ,
ποὺ μοιάζουνε γι’ αὐτὸ κλαδιὰ κατοικημένα.
Ἀκτίνες ὁ Θεός μοῦ ἔχει στείλει,
μ’ αὐτές νὰ ἀνασταίνω τοὺς νεκρούς,
κι’ ἀνάμεσά τους βρίσκω ἐξαίσιους γαμπρούς,
πλὴν ὄμως, εἶναι μοναχὰ γιὰ τὰ δικὰ Του χείλη.
Καλά τὸ καταλάβατε, ὁ Θεός!
Μ’ ἔχει στὰ δίχτυα Του γερὰ τυλίξει·
δεν τα ’χω χάσει ἀκόμη ἐντελῶς,
μὲ τέτοιον ἄντρα δίπλα μου, ἡ τύχη μου θ’ ἀνοίξει!
Γένος καινὸ, ἀπ’ τὴν κοιλιά μου θὰ πηδήσει!
Θὰ φύγουν ἀπ’ τους βάλτους οἱ νεκροὶ,
κι’ ὅσα παιχνίδια στερηθήκαμε μικροὶ,
ἡ Κοινωνία ἀπ’ τὴν ἀρχὴ θὰ ξεκινήσει.
Ἀλίμονο! Φοβάμαι πὼς ἐκεῖνος ὁ γιατρός,
γέννα τοῦ Σατανά εἶναι, δὲ θ’ ἀφήσει,
νύφη νὰ γίνω κι’ ὁ Θεός γαμπρός,
κι’ ἔτσι χαρμόσυνα ἡ Ἀποκάλυψη ν’ ἀρχίσει.
Σαν τὸν πατέρα μου λοιπόν, αὐτός ὁ κερατάς
– Φλέχσιγκ τὸν λένε – μ’ ἔχει ἀνάποδα πηδήσει·
στὴν πτέρυγα δὲν ἄφησε κανέναν ἀπὸ μας,
μὲ τὸ δικό του τὸ σκοπὸ νὰ τραγουδήσει.
Ἐλπίζω ὄμως νὰ γίνει ἀποδεκτὸ,
ὄτι ἐγὼ μὲ τὸ Θεὸ ἔχουμε σχέση,
νὰ βγεῖ καὶ ἕνα σύμφωνο γραπτὸ,
νὰ μὴ μπορεῖ κανένας νὰ μ’ ἐκθέσει…
[Πρώτη δημοσίευση, στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]








