Μπαρκάραμε μέρα μεσημέρι σε χιονοθύελλα που επιπόλαια ορίσαμε για πεπρωμένο και για θέσφατο Χαμένοι στα εκμαγεία των προσώπων που αντανακλούσε το νερό στάζαμε ηδονή μόνον με τα μαλλιά μας να μακραίνουν την πυγμή όσο η αρά της πλησμονής γιγάντωνε περίτεχνα γύρω απ’ τους λαιμούς μας Που έπαιζαν με φάλαινες καρχαρίες θαλάσσιους ελέφαντες ηλεκτροφόρα φίδια Εξημερώναμε με τρίχες τους βυθούς Γελοίοι περήφανοι πλέαμε δυναμίτες στο μυαλό πως με το βλέμμα τάχα του αστρίτη θ’ ανατινάζαμε μια μέρα το Δούρειο Ίππο που αλλοίωνε αιώνες τη μορφή μας Οι χρόνοι σκορποχώρι στο μυαλό μονομαχούσανε στο μέτωπο με βέλη Μοιρολογίστρες κεφαλόδεναν το σάβανο στα τείχη Ομόρφαιναν οι θρήνοι τις αρχές μας όσο οι βώλοι των βολβών τσουλούσανε στους πάγους τις ύπτιες εικόνες των μερών μας Ώρες δάχτυλα κνήμες ταξιδεύαν μασχάλες μύτες βλέφαρα Χασκογελούσαμε εμείς τα κτήνη στη σαγήνη από τον τόπο που ορίζαμε τη φύση μες στη φύση και πιπιλούσαμε τα νύχια της πλεκτάνης Στέλναμε χαιρετίσματα με οιδήματα στ’ αστέρια το κενό μας Ο ιεροφάντης βουβός με τη λαβίδα στο τιμόνι έψελνε νανουρίσματα τα σωθικάρια έλεγε κι αγκίστρωνε γοργόνες όταν παλάβωνε η κόψη του ματιού απ’ τα γρυλίσματα της νύχτας Με χάχανα τα γυναικόψαρα αδιάφορα ρωτούσανε πώς ζούμε κι εκείνος άλαλος μ’ οργή γράπωνε το λάσο της χορδής του Μ’ ένα ροντέο του πνιγμού λύσσαγε στη θαλασσοάβυσσο πιωμένος Και ζουν και βασιλεύουν όλα τα παραμύθια της αλήθειας εκσφενδόνιζε Α πλοθ Α πλοφ Α μλοφ Α γκλοθ
[Από τη συλλογή Mετάlipsi, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2015. Φωτογραφία: Saul Leiter.]