frear

Οι αναμνήσεις του Τζούλιους – του Απόστολου Θηβαίου

ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΖΟΥΛΙΟΥΣ

Ή αλλιώς Το έπος μιας Κυριακής

Θα σε περιμένω μια Κυριακή
Κρατώντας μπουκέτα
Από ολάνθιστες νότες
Με φόντο τον Πειραιά
Που καίγεται, καίγεται
Όπως η νιότη μας

Ποτέ την Κυριακή, αγάπη μου, ποτέ τέτοια μέρα θάνατος και αίμα. Τέτοια μέρα συμβαίνουν όλα τα θαύματα. Η Μήδεια δεν σκοτώνει τα παιδιά της, ο Τζούλιους ερωτεύεται παράφορα μια από τις γυναίκες του ναύλου. Τέτοια μέρα τα παιδιά του Πειραιά παρατούν τα ναυπηγεία, περιφρονούν τις προσταγές των αρχιμαστόρων, συνωστίζονται σε γήπεδα και σιδηροδρομικούς σταθμούς, κυνηγώντας τον έρωτα. Το πρόσωπο εκείνου του συναρπαστικού κοριτσιού που γνέφει απ΄τις σκάλες των πλοίων, το πρόσωπο εκείνου του κοριτσιού εικονογραφείται και συνιστά μια απ΄τις αγίες του λιμανιού. Στο διάβολο οι τραγωδίες και το σφάλμα του Οιδίποδα. Τέτοια μέρα μπορεί κανείς να δει με τα ίδια του τα μάτια την Κλυταιμνήστρα αγκαλιά με τον βασιλιά της στις προκυμαίες, αδύναμη μα ερωτική. Τον Ορέστη να ορκίζεται στον Πυλάδη αιώνια πίστη, την Αντιγόνη με έντονο μακιγιάζ και τη μνήμη της κομμάτια στ’ αρχαία θέατρα. Η Στέλλα που ποτέ δεν πεθαίνει κάτω απ΄τις παλιές επιγραφές, ανάμεσα στα τόσα ναυάγια ν’ αφήνεται στους ρυθμούς μιας αισθαντικής μουσικής που τόσο ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία της.

Ποτέ την Κυριακή τα ποιήματα και οι ανθολογίες. Τέτοιες μέρες τα πλήθη, κοπάδια ολόκληρα μελλοθανάτων κατακλύζουν τις μεγάλες λεωφόρους, τις παραλίες, τους προθαλάμους, ανατρέπουν βασιλείς και κανόνες, αφήνουν ένα φιλί, γκρεμίζουν τους ναούς. Μονάχα τ’ απόγευμα, την ώρα που πνίγεται άλλος ένας ήλιος, αγάπη μου, εκείνη την ώρα μονάχα μπορεί κανείς να τους δει να υποτάσσονται στη μοίρα τους, ν’ αποδέχονται όλα τα πεπρωμένα, φόνους, χωρισμούς, απώλειες, δονήσεις σεισμικές της καρδιάς. Γονατίζουν, φιλούν τις σκονισμένες γόβες της Ίλιας που μεθυσμένη επιστρέφει στην κάμαρά της. Πίσω της η Αθήνα ανάβει όλα τα φώτα, λησμονεί για πάντα την τόση της ντροπή. Τα πλοία αναχωρούν ένα προς ένα για την Ίο, την Σαντορίνη, το Μπάρι, φορτωμένα πετρέλαιο και τσιμέντο. Ναύτες απ’ τη Βρετάνη και το Παλέρμο, στέλνουν φιλιά στον Πειραιά που τώρα πια μακραίνει, ονειρεύονται κάτω απ΄τ΄αστέρια την Ίλια, χτυπούν στις καρδιές τους μ’ ανεξίτηλα χρώματα το όνομά της. Και υπόσχονται πως ποτέ δεν θα ξεχάσουν εκείνη την Κυριακή που ενέδωσαν στα πάθη τους, πως ποτέ δεν θα ερωτευτούν ξανά κανένα κορίτσι με τον τρόπο που αγάπησαν κάποτε την Ίλια.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη