Α.
Σβήνω ν’ ακούσω την πίστη
που κυλά στα χέρια σου
ότι αυτές οι σταγόνες γαλήνης
που τρέχουν
να καλύψουν τα κενά του χρόνου
-αγνώστου κατά τ΄ άλλα συγκατοίκου-
διαλύονται παραμορφώνοντας
τις εμπειρίες ώστε η ζωή
ανυπόφορη πια σε μέγεθος
να δικαιώνεται πως
μοιάζει με πραγματικότητα.
Β.
Ο χρόνος σ’ ένα σώμα φέρεται
όπως όταν μία πολιτεία κοιτά στον ουρανό
να τακτοποιήσει την θέση της
κατακόρυφα στην απεραντοσύνη
σίγουρη
ότι θα ξεχυθεί νέος κανόνας
γαλαξιακού περιεχομένου,
Όπως όταν έκπληκτος διαπιστώνω
ότι στα μάτια σου δεν υπήρχε
ποτέ τόσο φως
όσο τώρα που βλέπεις τη νύχτα
ως άρθρο αυτού του κανόνα.