frear

Emily Jane Brontë 41 ποιήματα – κριτική της Διώνης Δημητριάδου

Emily Jane Brontë
41 ποιήματα
δίγλωσση έκδοση
μετάφραση-εικονογράφηση-κείμενα: Βασιλική Σιαφάκα
επιμέλεια ελληνικής μετάφρασης: Διώνη Δημητριάδου
ΑΩ εκδόσεις

Η Έμιλυ μέσα απ’ τα ποιήματά της μου έμαθε πως μπορεί κανείς να είναι ευαίσθητος μαζί και δυνατός. Οικουμενικός και ταυτόχρονα τόσο προσωπικός. Μοναχικός αλλά και συμπάσχων. Άνθρωπος με βαθιά επίγνωση της παροδικότητάς του. Άνθρωπος που πανηγυρίζει την ανθρωπιά του γιατί αισθάνεται, γιατί νιώθει, κι ας πονά. Άνθρωπος που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψυχική και φυσική ελευθερία.

Με αυτά τα λόγια η Βασιλική Σιαφάκα προλογίζει το σημαντικό έργο της μετάφρασης 41 ποιημάτων της Έμιλυ Μπροντέ στην πρόσφατη έκδοση, με την οποία μας συστήνει την άλλη όψη, την ποιητική, της σπουδαίας μυθιστοριογράφου. Τα ποιήματα χωρίζονται σε δύο μέρη. Το πρώτο περιλαμβάνει 21 ποιήματα της Έμιλυ δημοσιευμένα για πρώτη φορά στην έκδοση του 1846, με τίτλο: «Ποιήματα των Κάρερ, Έλις και Άκτον Μπελ», από τον εκδοτικό οίκο Aylott  and Jones. Πρόκειται για μια συλλογή που εξέδωσε μαζί με τις αδελφές της με ψευδώνυμο – στην Έμιλυ αντιστοιχεί το όνομα Έλις Μπελ. Στο δεύτερο μέρος διαβάζουμε 20  επιλεγμένα ποιήματα της  Έμιλυ Μπροντέ δημοσιευμένα μετά τον  θάνατό της. Πρόκειται για μετάφραση/απόδοση με σεβασμό στο αρχικό κείμενο, στο ύφος και τις γλωσσικές επιλογές της εποχής, αλλά και με τον απαιτούμενο ρυθμό που διατηρεί την ποιητική μορφή του λόγου στην ελληνική γλώσσα. Η αντιπαραβολή με το πρωτότυπο (η έκδοση είναι δίγλωσση) καταξιώνει το εγχείρημα.

Δεν είναι, όμως, μόνο η μετάφραση που κάνει ξεχωριστή αυτή την έκδοση. Η μεταφράστρια παραθέτει ένα κατατοπιστικό σημείωμα για το κάθε ένα από τα ποιήματα που ανθολογεί δημιουργώντας έτσι τον απαραίτητο σκηνικό τόπο, προκειμένου αυτά να τοποθετηθούν στην εποχή που γράφτηκαν. Παράλληλα διατυπώνει σύντομες ερμηνευτικές κρίσεις που αποδεικνύουν ότι ο μεταφραστής ενός λογοτεχνικού έργου (πολύ περισσότερο αν πρόκειται για ποίηση) δεν γράφει μόνο με τη γνώση της ξένης γλώσσας αλλά και με την ευαισθησία και την κριτική ματιά που του επιτρέπει να διεισδύσει στο έργο του δημιουργού. Εδώ ένα παράδειγμα. Το ποίημα Συμπόνια και το σημείωμα που το αφορά οδηγώντας το ποίημα λίγο παραπέρα.

Απελπισία δε θα νιώσεις/ Όσο τ’ αστέρια σαν μικρές φωτιές καίνε τις νύχτες·/ Όσο το βράδυ ήσυχα απλώνει τη δροσιά του/ Κι η λάμψη του ήλιου χρυσίζει το πρωί./ Απελπισία δε θα νιώσεις — ακόμα κι αν τα δάκρυα/ Κυλήσουνε ποτάμια:/ Μήπως αυτοί που στη ζωή σου πιο πολύ αγάπησες/ Δε θα ’ναι πάντα γύρω απ’ την καρδιά σου;/

Κλαίνε και κλαις, έτσι είναι·/ Αναστενάζουν οι άνεμοι στους αναστεναγμούς σου,/ Κι η θλίψη του χειμώνα πέφτει με το χιόνι/ Στη γη απάνω στου Φθινόπωρου τα φύλλα:/ Όμως, να ’τα που ξαναζωντανεύουν, κι από τη μοίρα τους/ Αχώριστη η δική σου μοίρα:/ Και τότε το ταξίδι συνεχίζεις, κι αν δεν ευτύχησες,/ Τουλάχιστον ποτέ δε ράγισε η καρδιά σου! (Συμπόνια σελ. 91)

Στην οικεία σημείωση διαβάζουμε:

Το ποίημα γράφτηκε μεταξύ 29 Οκτωβρίου και 14 Νοεμβρίου του 1839. Ο τίτλος του ποιήματος προέρχεται από την ελληνική λέξη «συμπάθεια» με την αρχαιοελληνική της σημασία, αυτήν του «συμπάσχω», δηλαδή υπάρχω για να υποφέρω μαζί με τον άλλον. Ο πόνος του βίου είναι η αφετηρία του ποιήματος, ενώ ο σκοπός της ομιλίας είναι η εξαφάνιση της απελπισίας. Η επιθυμία περιορίζεται στο να απομακρυνθεί μόνο ο πόνος, να ησυχάσει και όχι να πάψει εντελώς. […]Τα όρια του εαυτού παραμένουν ερμητικά κλειστά και η πραγματική βοήθεια δεν είναι η επαφή, αλλά η ομοιότητα απέναντι στη φθαρτότητα των φυσικών υπάρξεων. (σελ. 183)

Η ποίηση της Έμιλυ Μπροντέ συνιστά την αόρατη ζωή της σε αντιδιαστολή με την ορατή που δηλώνεται με τα περιστατικά του βίου της και το κοινωνικό της πρόσωπο. Στα ποιήματά της θα δούμε την άλλη όψη, τη μυστική, που ορίζεται από μια δημιουργική φαντασία, ικανή συνθήκη για να αντιμετωπιστεί η έννοια του θανάτου που στοιχειώνει τη σκέψη της. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική η θεματική της· δεν της ήταν αρκετή η επιφανειακή όψη των πραγμάτων αλλά ανίχνευε μέσα στην παραμικρή εκδήλωση ζωής τη φυσική συνέχεια και την κατάληξη, όχι όμως με τη θλίψη ενός τέλους αλλά με τη βαθύτερη ελπίδα πως όλα λειτουργούν ως ένα ενιαίο όλον – ζωή, θάνατος, κύκλος των φυσικών πραγμάτων. Στη σύντομη ζωή της πρόφτασε να βιώσει τον πόνο, την απώλεια, την απειλή μιας αιφνίδιας αλλαγής, τέλος την επιδιωκόμενη γαλήνη μιας αιώνιας κατοικίας. Ο ποιητικός της λόγος δεν εξαντλείται σε ανέξοδο και επιφανειακό λυρισμό ή ρομαντισμό. Ακόμα και οι λυρικές της εκφράσεις (ίδιον της λογοτεχνικής έκφρασης της εποχής της) απηχούν ένα βάθος που μετατρέπει την ποίησή της σε απρόσμενα σύγχρονη. Ο στοχασμός της θα μπορούσε να θεωρηθεί φιλοσοφία εν συνόψει.

Aς πέσουνε τα φύλλα ας πέσουν ας μαραθούνε τ’ άνθη/ Η νύχτα ας μεγαλώσει κι ας κοντέψει η μέρα/ Ευτυχισμένο μου μιλά το κάθε φύλλο/ Αλαφροπέφτοντας  απ’ του φθινόπωρου το δένδρο/ Όταν στεφάνια του χιονιού ανθίσουν/ Κει που θα φύτρωνε το ρόδο θα χαμογελάσω/ Θα τραγουδήσω όταν το ξέφτισμα της νύχτας/ Σε μέρα σκοτεινότερη οδηγήσει. (Ας πέσουνε τα φύλλα ας πέσουν σελ. 159)

Και το σχόλιο στις Σημειώσεις:

Το μικρό αυτό ποίημα δεν γνωρίζουμε πότε έχει γραφτεί, αλλά δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1910. Θέμα του είναι η αποδοχή του θανάτου ως κάτι φυσικό, όπως η πτώση των φύλλων των δένδρων και ο μαρασμός των λουλουδιών. Η παρομοίωση του αέναου κύκλου της ζωής των ανθρώπων μέσα από τον κύκλο των φύλλων στα δένδρα, εμφανίζεται πρώτη φορά στον Όμηρο. Η τελευταία στροφή έχει ειρωνικό τόνο και εκφράζει τη δύναμη της ποιήτριας και την επίγνωση που έχει απέναντι στον θάνατο. (σελ. 202)

Με τον ίδιο τρόπο σχολιάζονται όλα τα ποιήματα. Σε κάποια από αυτά υπάρχει και εικαστική συμπλήρωση, καθόσον η μεταφράστρια είναι και ζωγράφος. Εκτενής βιβλιογραφία συμπληρώνει την ξεχωριστή αυτή έκδοση.

Δύο αιώνες μετά η ποίηση αυτή έχει το σθένος να συνομιλεί με τον σημερινό αναγνώστη και να τον συγκινεί. Όχι μόνο ως καλός ποιητικός λόγος αλλά ως συντροφική παρουσία και συμπόρευση σε μια κοινή διαδρομή πανανθρώπινη.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη