frear

Για την «Αστυνόμο» του Ανδρέα Μήτσου – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Ανδρέας Μήτσου, Η αστυνόμος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2019.

Το δαιμονικό και το αλλότριο, το παρεκκλίνον από τη νόρμα, το παράξενο και αρρωστημένο είναι συνήθως το ήθος της ηρωίδας ή και του ήρωα του Ανδρέα Μήτσου. Κοιτάζοντας προς τα πίσω όλα τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα, αντιλαμβάνεσαι ότι ο συγγραφέας αναζητά το ανοίκειο, την κρυμμένη αλήθεια, τη μικρή, αλλά σημαντική, λεπτομέρεια που διολισθαίνει πίσω από μια απλή, καθημερινή επιφάνεια. Την ουσία πίσω από τον ρόλο.

Κάποτε ήταν ο Ορέστης στα Ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου. Το όνομα του ήρωα μάς οδηγεί στον Αισχύλο, στον μύθο, στην Ορέστεια, στον Ορέστη και τη μητέρα του, στην Ηλέκτρα και στον πατέρα της. Στον Σαίξπηρ, στον Άμλετ και στη μητέρα του.

Τώρα ο Μήτσου επιλέγει την Λένα και τον πατέρα της. Είναι Η αστυνόμος. Και οι μύθοι κρύπτουν νουν αληθείας και οι τίτλοι, όσο πιο ελλειπτικοί, τόσο πιο υπαινικτικοί, αλλά και ελεύθεροι σε ερμηνείες είναι. Κατά κανόνα είναι οι γυναίκες με την ψυχική στρέβλωση.

Η Λένα Στρατήγη ζει με τον πατέρα της, τον συγγραφέα Πέτρο Στρατήγη, τον οποίο εφοδιάζει με ιστορίες από το αστυνομικό δελτίο για να κεντρίσει την κουτσή έμπνευσή του και να γράψειˑ «Με τα βάσανα των άλλων» στήνει υποθέσεις. Γιατί έχει κολλήσει και η ζωή του έχει ρουτινιάσει. Η σχέση με τη γυναίκα του τη Μαίρη είναι κανονική και ισόπεδη. Θα ξεκολλήσει όταν ερωτευθεί και θα διεκδικήσει δυναμικά το δικαίωμά του στον έρωτα, έστω και σ’ αυτή την ηλικία. Οι «αλυσίδες ακούγονται όταν κανείς περπατήσει», λέει, όταν σηκωθεί από το τέλμα της ηρεμίας στο οποίο έχει περιέλθει. Είναι ψέμα επομένως ότι ο άντρας ησυχάζει όταν το υπογάστριο ηρεμεί, όπως έλεγαν αρχαίοι και νεότεροι σοφοί. Ο Πατέρας λοιπόν, ερωτεύτηκε τρελά, ίσως επειδή δεν το περίμενε –εκεί που δεν είχε έμπνευση– και ο ώριμος έρωτας είναι υπέρτερος, ίσως, παντός προγενέστερου, διότι είναι παρών στο παρόν και επιβεβαιώνει ότι η ζωή δεν τελείωσε. Έτσι όλα μεγαλοποιούνται με την ιδέα της κατάκτησης μιας μοναδικότητας.

Αν τώρα θεωρήσουμε πως η Λένα παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, τότε το ποντίκι είναι ο πατέρας της, τον οποίο σκοπεύει να μαγκώσει γερά στη φάκα. Γιατί η Λένα η αστυνόμος είναι στερημένη από προσωπική ζωή και έχει ρίξει όλο το πάθος της στη δουλειά, στην εξεύρεση του κρυμμένου μυστικού του θύματος, εν προκειμένω, χρησιμοποιώντας, αφενός τον συγγραφέα, αφετέρου το δεκανίκι της δουλειάς, σαν αντίβαρο σε ό,τι άλλο θα ήθελε να έχει ή να κάνει. Έτσι ο πατέρας ζητάει την έμπνευση για να γράψει και η Λένα ζητάει να διαλευκάνει το μυστήριο για να «γράψει» και εκείνη το δικό της μυθιστόρημα στην πλάτη του πατέρα της. Γι’ αυτό άλλωστε επιμένει και μελετά με μανία τις αντιδράσειςˑ ψυχρά, σαν ανατόμος, σαν να ζηλεύει τον πατέρα που γράφει, ενώ αυτή για να εξασφαλίσει τον βιοπορισμό της μπήκε στην αστυνομία. Καθένας «σαν το πουλί μες στο κλουβί του», λέει και ο Σεφέρης που συχνά τον αναφέρει στο βιβλίο του ο Μήτσου.

Αδρομερώς, το θέμα έχει ως εξής: Ένας θηριώδης νταλικέρης βιαιοπραγεί εναντίον της άπιστης συζύγου του. Εκείνος φυλακίζεται κι εκείνη στο νοσοκομείο δέχεται την επίσκεψη της αστυνόμου και του συγγραφέα πατέρα της. Η αστυνόμος κάνει τις ερωτήσεις, το θύμα όμως δεν θέλει να δώσει καμιά πληροφορία, δεν θέλει να καταγγείλει τον δράστη.

Ο Στρατήγης, με την πρώτη ματιά θα μείνει έκθαμβος από την ομορφιά της παθούσης, όταν την δει στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Σαν να μην είναι άνθρωπος αλλά άγαλμα, και το όνομά της Νίκη που παραπέμπει στην αρχαία Νίκη ή σύμφωνα με το ποίημα του Γ. Μαρκόπουλου, του οποίου στίχους παρεμβάλλει ο Μήτσου, παραπέμπει στην Αφροδίτη της Μήλου, ένα άγαλμα που ο χωρικός βρήκε στο χωράφι του και το κρύβει για να το βλέπει μόνο αυτός. (Προοικονομία;).

Όμως αυτό το άγαλμα μιλάει με φωνή «βραχνή, βαριά σχεδόν αντρική. Σαν παλιάς μάγκισσας, μιας αυθεντικής ρεμπέτισσας ή κάποιας γριάς πουτάνας». Και πάσα φενάκη απέπτη που θα έλεγε και ο ποιητής, αλλά δεν απέπτη καθόλου, αντιθέτως και ας συμφώνησε το επίπεδο της φωνής με το είδος και το ύφος του περιβάλλοντος από το οποίο το «άγαλμα» αναδύθηκε, και μάγκωσε τον γέρο.

«Τι του έκανες και θέλησε να σε σκοτώσει;» ρωτά ο Στρατήγης και εκείνη αρνούμενη απαντά «Φεύγα ρε», «Ξεκόλλα, δεν ακούς;». Είναι μια αντίφαση αυτή η φωνή με την εικόνα της γυναίκας. Όμως και της Λένας το γλωσσικό επίπεδο είναι του αλαζονικού που τα ξέρει όλα, του ανθρώπου της πιάτσας και σε τίποτα δεν διαφέρει από της Νίκης. Η υπόθεση την εξιτάρει τόσο που σκόπιμα βάζει τον πατέρα της στο παιχνίδι, που κατάλαβε πως ξύπνησαν τα αίματα και το άγαλμα έχει όλα τα προσόντα για να βγάλει τούτη η υπόθεση ψωμί.

Το κοινωνικό περιβάλλον, λοιπόν, είναι χαμηλό, λαϊκό, κραυγαλέα υποβαθμισμένο –όπως και σε όλα τα μυθιστορήματα και διηγήματα του Μήτσου– σαν να μας αφήνει να αυταπατώμαστε πως σε κάποιο άλλο, ανώτερο πνευματικό επίπεδο είναι διαφορετικό. Η Νίκη-Κίρκη εκμεταλλεύεται τις πολυήμερες απουσίες του νταλικέρη για να βγαίνει με άντρες. Άντρες πολλούς αλλά μορφωμένους γιατί έχει μπαφιάσει με τους νταλικέρηδες.

Η Λένα δείχνει οργισμένη με τον ερωτύλο πατέρα της, του οποίου όμως βρίσκει τρόπους να υποδαυλίζει το πάθος, για να παρατηρεί τις αντιδράσεις. Είναι ο σκηνοθέτης με τον τρόπο της. Επομένως, έχουμε μια απόπειρα την οποία εξετάζει η αστυνόμος ως αστυνόμος και ο συγγραφέας ως συναισθηματικά προκατειλημμένος και ανομολόγητα ερωτευμένος. Δηλαδή από δύο διαφορετικές οπτικές. Και έρχεται η στιγμή που ο Στρατήγης, ο συνετός άνθρωπος, κάνει την υπερβολή – το άλμα– και περνά στην άλλη όχθη, για να βρει αυτό που αξίζει, γιατί «αν αξίζει κάτι, αν προσδοκούμε να μας συμβεί κάτι, αυτό κρύβεται στην υπερβολή. Στην υπέρβαση των καχεκτικών ορίων μας». Μόνο που αυτή η υπέρβαση έχει τίμημα ακριβό.

Ο Στρατήγης θα συνάψει δεσμό με τη Νίκη και ο δεσμός θα κρατήσει σχεδόν ένα χρόνο, ενώ η γυναίκα του λείπει στο εξωτερικό. Θα ξανανιώσει, αλλά η εξέλιξη δεν έχει χάπι έντ. Γιατί ο Στρατήγης, όσο την έχει, είναι πανευτυχής, έχοντας κατακτήσει νίκη μεγάλη με τη Νίκη. Αλλά η Νίκη ζει μόνο για το παρόν και όσο η ίδια επιθυμεί. Έτσι θέλει να φαίνεται. Είναι όμως έτσι;

Ο νταλικέρης σύζυγος φέρει μπλουζάκι με τη φράση I’ll be back. Θα επιστρέψω. Δύο τινά και ευκόλως εννοούμενα απορρέουν από τη στάμπα του: ότι ως ταξιδευτής των μεγάλων δρόμων, φεύγει αλλά θα γυρίσει, ωστόσο ακούγεται και σαν απειλή, η οποία δείχνει αόριστη, αλλά θα βρει τρόπο να πραγματοποιηθεί. Όμως και ο Στρατήγης «θα πάει και θα έρθει. Θα επιστρέψει», όχι στις λεωφόρους του νταλικέρη, αλλά του έρωτα, από όπου γυρίζει κανείς με φαγωμένα τα μούτρα, όπως λέει ο ποιητής, γιατί οι έρωτες της υπερβολής δεν ευδοκιμούν. Μια λάμψη μόνο στην παρέκκλιση από την παραδοσιακή ευθεία, και ο Στρατήγης θα καταλήξει με την κόρη του να μισούνται ανάμεσά τους. Η των ονομάτων επίσκεψις νομίζω πως παίζει κάποιο ρόλο. Ο Στρατήγης-συγγραφέας, νους, η Λένα σαν Λέαινα, η Νίκη ό,τι λέει αλλά και Άλκηστη (είπε κάποια φορά) –αυτή που δίνει τη ζωή της για να μην πεθάνει ο άντρας της– κι εδώ υπάρχει απάντηση γιατί δεν τον καταγγέλλει, όπως και μια άλλη εκδοχή του I’ll be back. Μια συμφωνία «και η Νίκη την τηρεί πάντα», οπότε σπιθίζει και μια άλλη ερμηνεία στην υπόθεση. Παίζουμε θέατρο; Και όσο το παίζουμε είναι καλά. Όταν όμως μπούμε στο ρόλο ουσιαστικά τότε; Τότε τρελαινόμαστε… Ο Ανδρέας Μήτσου έστησε καλά τον ιστό της αράχνης και έβαλε τη μύγα μέσα. Στα ενδιάμεσα της αφήγησης θα βρούμε συχνά στίχους επιφανών ποιητών, σαν τεκμήρια βιωμένης γνώσης και συναισθηματικής αλληλεγγύης.

Με μια γλώσσα που παίζει ανάμεσα στο λόγο της γραφειοκρατίας, της διανόησης, της ψυχολογίας και από την άλλη της τρεχάμενης λαϊκής ισορροπεί στης ζυγαριάς τα τάσια μορφωμένους και αμόρφωτους, αποδεικνύοντας ότι, όσον αφορά τον έρωτα, διαχωρισμοί δεν υπάρχουν. Όσο για την ψυχολογική ερμηνεία του θέματος άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, μυστήριο τρένο οι γυναίκες, κατά το κοινώς λεγόμενο ή κανείς, ούτε αυτός που κρατάει τα ηνία, νομίζει ότι τα κρατάει, δεν μένει αλώβητος.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη