Δημήτριος Κ. Αγορίτσας, Κωνσταντινούπολη: Η πόλη και η κοινωνία της στα χρόνια των πρώτων Παλαιολόγων (1261-1328), Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών ΑΠΘ 62, Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 1-574 + 1 χάρτης.
Η συγκεκριμένη ιστορική μελέτη του κ. Δημητρίου Κ. Αγορίτσα εξετάζει εις βάθος και με άκρως αναλυτικό τρόπο όλες τις όψεις της βυζαντινής πρωτεύουσας, αναφορικά με τα πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα ή θέματα διοίκησης και παιδείας, οριοθετώντας το χρονικό πλαίσιο του ερευνωμένου πεδίου από το 1261 έως και το 1328. Ο εν λόγω τόμος αποτελεί την επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής του διατριβής, η οποία υποβλήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων τον Νοέμβριο του 2011.
Επικεντρούμενος στην χρονική περίοδο των πρώτων Παλαιολόγων μέχρι και την άνοδο του Ανδρονίκου Γ’ Παλαιολόγου στην εξουσία, αξιοποιεί το σύνολο των υπαρχουσών πηγών και παρακολουθεί την εξέλιξη της Κωνσταντινούπολης σε μια εποχή τω όντι κρίσιμη για την αυτοκρατορία, κατά την οποίαν απειλείτο από πολλά εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Η σφοδρή εκκλησιαστική σύγκρουση ανέδειξε διαρρήδην τις σφοδρές κοινωνικές αντιθέσεις και η δυναστική σύγκρουση τον πλήρη και απόλυτο διχασμό που είχε επέλθει στην κοινωνία.
Η ανάλυση του κ. Αγορίτσα ολοκληρώνεται στο 1328, επιτυγχάνοντας έτσι να μας αποδώσει κατ’ άριστο τρόπο και επιστημονική μεθοδολογία την «όψη» της Κωνσταντινούπολης, με αφετηρία το 1261. Κατά την γνώμη μας, όμως, θα έπρεπε να διευρύνει το χρονικό πλαίσιο του υπό εξέταση πεδίου του έως και την λήξη του δευτέρου εμφυλίου πολέμου το 1347 ανάμεσα στην Αντιβασιλεία και στον Ιωάννη Καντακουζηνό, καθώς αποτελούσε μια φυσική προέκταση της σοβούσης κακοδαιμονίας που χαρακτήριζε την βυζαντινή κοινωνία και ήταν απότοκος των πολιτικών σφαλμάτων που απέρρεαν από την διακυβέρνηση του Ανδρονίκου Β’. Κατά συνέπεια, η θεματολογία της μελέτης διακόπτεται απότομα το 1328 ενώ επιστημολογικώς συγκροτεί μια ενιαία χρονική και ιστορική ενότητα με την περίοδο του δευτέρου εμφυλίου πολέμου. Παρά ταύτα, η εργασία του κ. Αγορίτσα αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για παρόμοιες ερευνητικές απόπειρες επί της ιστορίας της Κωνσταντινούπολης ως πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής οντότητος.
Το βιβλίο συγκροτείται από εννέα κεφάλαια, ισομερώς κατανεμημένα: Ι. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261, II. Όψεις και Οργάνωση του αστικού χώρου, ΙΙΙ. Η εικόνα της πόλης, IV. Ο πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως στα τέλη του 13ου αιώνα και στις αρχές του 14ου αιώνα, V. Η οργάνωση της διοίκησης της πρωτεύουσας, VI. Η λειτουργία των πολιτικών και εκκλησιαστικών θεσμών, VII. Η κοινωνική διαφοροποίηση, VIII. Οικονομική παραγωγή και δραστηριότητα, IX. Όψεις της κοινωνίας της πρωτεύουσας. Η δομή ολοκληρώνεται με συμπυκνωμένα συμπεράσματα και ένα ευρετήριο ονομάτων και όρων για την διευκόλυνση του αναγνώστη.
Οι υποσημειώσεις που συνοδεύουν το κυρίως κείμενο είναι ογκωδέστατες και τεκμηριώνουν ορθώς τα αναφερόμενα στην κεντρική επιχειρηματολογία. Το βιβλίο είναι ενήμερο βιβλιογραφικώς, γεγονός που δεικνύει τον επιστημονικό οίστρο του συγγραφέως. Η γλώσσα της αφηγήσεώς του είναι ομαλή, ρέουσα και ξεκάθαρη στα νοήματά της. Εντοπίζουμε μόνον ορισμένες τυπογραφικές «αβλεψίες», όπως στην σελίδα 35, στην οποία αναφέρεται λανθασμένα ο Μανούηλ Ολόβωλος αντί του ορθού Μανουήλ Ολόβωλος· επίσης, στην σελίδα 67: αναφέρεται ότι «[…] ο Μιχαήλ Η’ επιχείρησε να πείσει την Σύνοδο για την αναγκαιότητα της ένωσης των Εκκλησιών προβάλοντας μεταξύ άλλων…», αντί του ορθώς προβάλλοντας. Εν γένει η τυπογραφική εμφάνιση του βιβλίου είναι αξιοπρεπέστατη, όπως αρμόζει σε τέτοιου είδους συγγράμματα.
Καταληκτικώς, φρονούμε ότι η μελέτη του κ. Αγορίτσα είναι επιτυχημένη σε σχέση με τον επιστημονικό της σκοπό αλλά και με την θεωρητική ανάπτυξη των ζητημάτων που εκλήθη να αναλύσει. Εν τούτοις, υπομιμνήσκουμε την αναγκαιότητα επέκτασης του πεδίου ερεύνης, όπως προείπαμε, διότι τα γεγονότα έως και το 1347 αποτελούν μια αδιάσπαστη και συνεχή χρονική ακολουθία από το 1328. Συνεκτιμώντας όμως τις εγγενείς δυσκολίες που προκύπτουν από αυτές τις εκτενείς θεωρητικές επεξεργασίες για το χωρικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι σε μια περίοδο ωσμώσεων και πολιτισμικών εξελίξεων, οφείλουμε να αποδώσουμε τα εύσημα στον συγγράψαντα για την μέγιστη συνθετική αξία του πονήματός του αλλά και για την κατ’ ουσίαν συμβολή στην επιστήμη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]