frear

Για το «Περισσεύει ένα πλοίο» της Λένας Καλλέργη – γράφει η Ελένη Τζατζιμάκη

Λένα Καλλέργη, Περισσεύει ένα πλοίο, εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα 2016.

Λένε ότι όλα τα ποιήματα, είναι, κατά βάθος, ποιήματα ποιητικής. Μια μικρή δόση από τον εαυτό μας σε συνδυασμό με την επιλογή των κατάλληλων λέξεων, έρχεται και πάλι να ρίξει φως στο μυστήριο της ποίησης. Τι μας κάνει να γράφουμε; Τι μας κάνει να γράφουμε ποίηση; Και τι συνιστά/αποτελεί την ποίηση,τελικά;

Η Λένα Καλλέργη στην τελευταία συλλογή της Περισσεύει ένα πλοίο (Γαβριηλίδης 2016) μας παίρνει από το χέρι και με αξιοσημείωτη ακρίβεια και ευαισθησία στις λέξεις, πιάνει τα πράγματα από την αρχή. Η αρχή της ποίησης είναι ο άνθρωπος ή καλύτερα, το «είδος» του ανθρώπου. Ο πρώτος λόγος, η πρώτη συνάντηση με τον εαυτό που θα οδηγήσει (ή όχι) σε μια πιο βαθιά γνωριμία με εκείνο που μας συνέχει, το οποίο και θα βιώσουμε είτε με πλήρη (πλην)αφελή βεβαιότητα ότι καλά το καταλάβαμε, είτε με τη σοφή και σωστή ,έντιμη παραδοχή ότι στην πραγματικότητα λίγα μπορούμε πράγματι να μάθουμε για μας.

Ο λόγος της Καλλέργη είναι διακριτικά στιβαρός: διέπεται τόσο από τη συνείδηση του ειδικού βάρους των λέξεων όσο και από την ήσυχη αλλά βέβαιη γνώση ως προς την επάρκεια της ποιητικής λειτουργίας να αγγίξει, να ενοχλήσει κάτι μέσα μας, δίχως υπερβολές και εκφραστικές ακρότητες και φιοριτούρες από την πλευρά της δημιουργού.

Ο ποιητικός λόγος της Λένας κατακτά υψηλές στιγμές σε επίπεδο συνδηλώσεων και ποιητικής συγκίνησης, μέσα από μια κατάσταση ηρεμίας που όμως ακριβώς, αυτή, αποτελεί και το ερμηνευτικό κλειδί της σημαντικής ποίησής της. Η Καλλέργη, με άλλα λόγια, ξέρει πολύ καλά το παιχνίδι του λόγου: αρκεί η σωστή και μετρημένη επιλογή εκείνων των λέξεων που είναι από μόνες τους ικανές να ξεσηκώσουν μικρές ή μεγάλες τρικυμίες:

Η καταγωγή ενός είδους

Δεν ξέρω τίποτε από πλοία.

Όταν τα βλέπω να περνούν κάτω απ’ τον ήλιο
κάτι βαθιά νυχτερινό με διαπερνά
μια γνώση από κλειστή καμπίνα
απ’ το σκοτάδι της θάλασσας.

Κι όταν πλησιάζουν μες στη νύχτα φωτισμένα
πάνω στους μαύρους όγκους του νερού
γίνονται ανάλαφρες γιορτές, θραύσματα ξένων κόσμων
που ακολουθώ για λίγο με το βλέμμα.

Ήμουν κι εγώ στην ξύλινη κοιλιά του πρώτου πλοίου
μαζί με τ’ άλλα ζωντανά,
έτσι λέει μια ιστορία.
Όμως δεν βρήκα σωτηρία ν’ αναπαράγω
μόνο ταξιδευτές με χίλιους μύθους
μια γλώσσα σε διαρκή μεταφορά.

Δεν ξέρω ένα σκαρί πώς το σχεδιάζουν
πώς το ονομάζουν, πώς το ρίχνουν στο νερό.
Κι αν επιλέχθηκα να ζήσω
δεν μου έμαθε κανείς ναυσιπλοΐα.

Καιρός να φτιάξω ένα πλωτό δικό μου.
Ούτε από μένα ξέρω.

Όπως παρατηρεί και η Βαρβάρα Ρούσσου, καθηγήτρια νεοελληνικής φιλολογίας στην ΑΣΚΤ, σε κείμενό της στην Αυγή για το Περισσεύει ένα πλοίο: Είναι φανερός λοιπόν ο οντολογικός χαρακτήρας της συλλογής ενώ ο προβληματισμός σχετικά με τη μετάβαση από το φαντασιακό στο συμβολικό και περαιτέρω το ταξίδι του ποιητή ανάμεσα στον ολοένα μετατοπιζόμενο κόσμο των σημαινόντων τροφοδοτεί τα ποιήματα της Καλλέργη.

Σε αυτό το σημείο θα προσέθετα ότι κατά τη γνώμη μου, στην τελευταία αυτήν ποιητική συλλογή της Λένας το ταξίδι με τη γλώσσα είναι στην πραγματικότητα και το μέσο και ο προορισμός: Η Καλλέργη αποδέχεται τη μοίρα του ποιητή να μεταφράζει τα σημαίνοντα και τα συμβαίνοντα σε λόγο και να ορίζει την πράξη της ζωής μέσα από την πράξη της γλώσσας αλλά ταυτόχρονα να δαμάζει και να μεταχειρίζεται τη γλώσσα όπως ακριβώς κάνει ή πρέπει να κάνει και με τα μικρά και μεγάλα της ίδιας της βίωσης. Βαθιά, οντολογική, η ποιήτρια ξεδιπλώνει έναν ουσιώδη στοχασμό γύρω από κάθετί υπαρκτό, και το μόνο πραγματικά πάντοτε υπαρκτό τελικά, είναι η ίδια η γλώσσα, ο λόγος που επιμένει είτε εκπεφρασμένος είτε ενδιάθετος:

Όχθες

Ανάμεσά μας βρίσκεται
μια γλώσσα
και μια θάλασσα.

Κοιταζόμαστε
μέσα από πάχνες πρωινές
και δειλινά κοραλλένια.

Συλλαβίζουμε δίχως κουπιά.
Αν μπόρεσε ο άνεμος, μπορούμε κι εμείς.

Άλλοι μετακινούν βουνά, καλλιεργούν πεδιάδες.
Άλλοι προσεύχονται για μια αλμυρή βροχή.

Εμείς μένουμε απέναντι.
Επινοούμε τρόπους.

Είμαστε οι παρυφές αυτού που μας χωρίζει.
Μαζί, μας βλέπουν μόνο τα πουλιά.

Φανταζόμαστε
πως θα χτίσουμε γέφυρες
με λόγια και νερό.

Με μια θαρραλέα λοιπόν, βουτιά στη θάλασσα της γλώσσας μπορεί κανείς να συναντήσει πολλά κρυμμένα σεντούκια στο βυθό. Η Καλλέργη επεκτείνει τη θεματική της μιλώντας κρυπτικά για αναμνήσεις, για γεγονότα του παρελθόντος, για στιγμές της μνήμης που φέρουν μέσα τους ακόμη ζωντανό το συναίσθημα της στιγμής, γίνονται παρόν και αναβιώνονται φευγαλέα τόσο όσο να μην ξεχαστούν αλλά και να μην ενοχλήσουν: είναι αξιοσημείωτη η ικανότητα της Λένας Καλλέργη να διαλέγει προσεκτικά τα τρυφερά και ενίοτε γλυκόπικρα υλικά της και με απόλυτη ευγένεια να τα διατάσσει ξανά μπροστά στα μάτια μας αλλά και μπροστά στον εαυτό της,είτε αναζητώντας κάποια απάντηση είτε απλώς με τη σοφία της παρατήρησης:

Βαθύ παιδικό
(…)
Είσαι πάντοτε ευαίσθητη με τις σκιές
και επιρρεπής στη νύχτα.
Ξέρεις όμως καλά να χειρίζεσαι ξύλα
και χοντρά υφασμένα πανιά.
Αν βουτήξεις στη μνήμη και βραχείς στους λυγμούς της
τα κάνεις προσάναμμα.
Αν θελήσεις να φύγεις,
υλικά για σχεδία.

Λιτανεία της άνοιξης

Κάθε χρόνο, στον Επιτάφιο,
δεν ξέρεις ποιον μπορεί να συναντήσεις.

Ποιος να είναι φέτος ο νεκρός.
Ίσως ο πρώτος έρωτας.
Πιστεύει πλέον μόνο στους Ινδιάνους
και σε θυμάται σαν πικρό φιλί.

Ίσως το ζεύγος των παλιών καθηγητών
εκείνη άντρας, εκείνος γυναίκα
τα παιδιά τους χαμένα
μακριά από αμφίβια τελετουργικά.

Γυαλίζουν τ’ αναθήματα κι οι ευλαβείς
που διατηρούν το σώμα μυρωμένο.
Παιδικοί φίλοι γερνούν ξαφνικά
μπροστά στα μάτια σου.
Είσαι πάντα πιο λίγος
και περισσεύεις του νεκρού.

Τι θεία ισορροπία.
Πριν αγριέψει ο φόβος, τον στολίζουν.
Παρασκευή σημαίνει
πως δεν είναι ντροπή να πεθαίνεις.

Δεν είναι ο θάνατος ντροπή.
Εκτός αν σε κηδεύουν κάθε χρόνο
μες στα κορμιά, και με θυσία τόσα λουλούδια
επειδή ανασταίνεσαι.

Μια δυνατή ακόμη στιγμή στην ποιητική συλλογή Περισσεύει ένα πλοίο της Λένας Καλλέργη είναι το παρακάτω ποίημα (ποίημα-μετάβαση σε άλλη ενότητα ίσως;), καθώς ανακαλέι στην αναγνωστική μνήμη τη σπουδαία φράση του Ρολαν Μπαρτ, «Πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία», συνομιλώντας ίσως υπόγεια μαζί του:

Πατρίδα είναι δύο δρόμοι λουσμένοι στον ήλιο.

Ο ένας πηγαίνει σε χωράφια με παιδικά γόνατα κι ανηφόρες με άγουρη πρασινάδα, μ’ ένα ορυχείο στα βάθη του κήπου και πέτρες πληγωμένες από ιδανικούς κέδρους, με τη μεγάλη απαγόρευση να δεσπόζει στον ύπνο των μoβ λουλουδιών.

Ο άλλος οδηγεί στη χώρα μου.

Ολοκληρώνοντας αξίζει να μνημονευθούν τα λόγια του Δημήτρη Αθηνάκη στην Καθημερινή, για την τελευταία ποιητική συλλογή της Λένας Καλλέργη, καθώς κρίνονται απολύτως εύστοχα: «Η Λένα Καλλέργη ισορροπεί σταθερά ανάμεσα στη βάρκα της εξομολόγησης και σ’ εκείνη τής πέρα από τον ρεαλισμό κατανόησης του κόσμου. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τα ποιήματα αυτής της συλλογής. Χωρίς να εισχωρεί στον σουρεαλισμό, η ποιήτρια, σχεδόν σε όλα τα ποιήματα του δεύτερου βιβλίου της, επιμένει σε ό,τι ο νους αντιλαμβάνεται ως δική του πραγματικότητα, η οποία δεν ταράζει, σε καμία περίπτωση, τα νερά της πραγματικότητας των άλλων.»

Σε συνέχεια της διαπίστωσης αυτής του Δημήτρη, θα ήθελα να προσθέσω ωστόσο τη βαθιά μου πεποίθηση ότι αυτή η συλλογή κρύβει ,για τον παρατηρητικό αναγνώστη, και κάποιες στιγμές βαθύτατης έκρηξης όπου η ποιήτρια, κλείνει το μάτι και δηλώνει ξεκάθαρα την επίγνωσή της για τη βαθιά και ουσιαστική δύναμη που κρύβεται πίσω από τις καλά διαλεγμένες λέξεις της που,αν και έρχονται με το πρόσχημα μιας τρυφερής ευαισθησίας στην πραγματικότητα,είναι όλες τους μικροί δυναμίτες στα χέρια του καθενός μας. Κυρίως όμως είναι όπλα στα χέρια της ποιήτριας η οποία ξέρει πολύ καλά ότι μια φωτιά δε χρειάζεται παρά μια σπίθα για να ξεκινήσει.

Με άλλα λόγια, η Λένα Καλλέργη στην εξαιρετική συλλογή της Περισσεύει ένα πλοίο κατορθώνει και εισβάλλει με απόλυτη ευγένεια στον κόσμο μας συστήνοντάς μας τον εαυτό της που είναι η γλώσσα σε όλες της τις οντολογικές διαστάσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, ευφυώς και με ειδικό δυναμικό βάρος, η Καλλέργη έρχεται και ξεσκεπάζει μέσα μας όλα εκείνα που τόσο θέλαμε να πούμε αλλά δεν μπορέσαμε ποτέ είτε από φόβο, είτε από άρνηση, ο καθένας για τους λόγους του. Η Λένα όμως μας αποκαλύπτει πως ακριβώς αυτό που νομίζουμε για δισταγμό μας, είναι στην πραγματικότητα και η μεγαλύτερη τόλμη μας: είμαστε ευάλωτοι και τρωτοί, είμαστε άνθρωποι, είμαστε ικανοί για όλα.

Σκαρί

Το κορμί
πάντα μπαίνει
σε μανίκια στενά
σε φόδρες αλύγιστες
σε κουμπιά που κοντεύουν να σπάσουν.

Δεν χωρά
στα δοσμένα μεγέθη να πάλλεται
και γυμνό δεν μπορεί να πηγαίνει.
Έτσι λέει η ιστορία του.

Τι να το έντυνα
ώστε όταν φυσάει
να μην μένουν επάνω του
οι εποχές και τα κρίματα.

Κι όταν βρέχει να στέκεται
να θυμάται τη δίψα του
να επιστρέφει στον ήλιο
με ολάνθιστο δέρμα.

Δεν έχω
παρά
ένα σώμα φωνή
όλο αλάτι στην άρθρωση.

Αν, όμως, είχα
ένα πανί.

[* Το κείμενο εκφωνήθηκε στο πλαίσιο της κοινής παρουσίασης των τελευταίων συλλογών μας στον χώρο εκδηλώσεων του λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον, στα Άσπρα Σπίτια, στις 9/12/2019. Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη