frear

Μια αναλυτική προσέγγιση της «Στάσης Λυσσιατρείου [Περί ενδιαιτήσεως, ήτοι το αυτοξερρίζωμα]» του Αντώνη Ζέρβα – γράφει η Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη

Ο Αντώνης Ζέρβας ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής, έρχεται κοντά μας προς το τέλος της χρονιάς που πέρασε με ένα ακόμη βιβλίο: Στάση Λυσσιατρείου [Περί εκδιαιτήσεως, ήτοι το αυτοξερρίζωμα]. Πρόκειται για ένα αφηγηματικό ποίημα μακράς πνοής, όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο της εξαιρετικά επιμελημένης και πολυτονικής έκδοσης από τις εκδόσεις Περισπωμένη, με πνευματικό του κέντρο όχι το ρίζωμα αλλά το ξερίζωμα εν όψει της προσωπικής αλήθειας.

Το ποίημα εξελίσσεται σε δέκα έξι ενότητες, που ενώ διατηρούν την αυτονομία τους ταυτόχρονα συνδέονται με ένα άλλοτε ορατό και άλλοτε αόρατο νήμα. Δυο χρονολογίες σημειώνονται στο τέλος [2007 και 2015] επιτρέποντας στον αναγνώστη να σκεφθεί ότι το ποίημα κυοφορείται μεταξύ αυτών των ορίων και τούτο αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία καθώς η ανάγνωσή του τον ωθεί να ανιχνεύει τα ίχνη μιας μακράς διαδικασίας και δοκιμασίας σε αυτή την αδυσώπητη ανάβαση της γραφής.

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα που γεννάει ο τίτλος θα σηματοδοτήσουν τον ορίζοντα του ποιήματος με αναστροφή της σειράς. Η Εκδιαίτηση είναι η λέξη που κλείνει το πρώτο μέρος χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Εκδιαίτηση των πατρίων; Απομάκρυνση; Απόκλιση; Ο ποιητής κατ’ επανάληψη ερωτά, ο αναγνώστης μπορεί να υιοθετήσει την τακτική του προκειμένου να φωτίσει τη δική του ανάγνωση. Απομάκρυνση του ποιητικού υποκειμένου από τον ίδιο του τον εαυτό, από αυτό που νόμιζε ότι έβλεπε τόσα χρόνια στον καθρέφτη και στο πρόσωπο που αντικρίζει «απόψε», στο χρόνο του «τώρα», της στιγμής που αρχίζει αυτή η κάποτε παραληρηματική εξομολόγηση με τις μισοτελειωμένες φράσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις, αφήνοντας το νόημα να μένει μετέωρο, διφορούμενο, ανοιχτό, υποκείμενο σε πολλαπλές αναγνώσεις. Το αυτοξερρίζωμα αρχίζει να εκτυλίσσεται αργά και σταθερά: η αυτοεικόνα θολώνει, αλλοιώνεται. Η πάλη για την αναζήτηση της αλήθειας κάνει την εμφάνισή της. Η μοναξιά, η αδιατάρακτη σιωπή στον αντίποδα κάθε ύποπτης βεβαιότητας και ταυτόχρονα ένας αδιόρατος φόβος και ένας λόγος αποτροπής αόριστης προέλευσης…«-Μη στρέφεις το φως απάνω μου, θα τρομάξεις. Ποιος μιλούσε;»

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ορίζεται από τη χρήση ρημάτων, κατά την οποία ο παρατατικός ανατρέπεται από έναν ενεστώτα ή αόριστο:

«Νόμιζα- πως κοιταζόμουν τόσα χρόνια στον καθρέφτη./Νόμιζα πως έβλεπα τον εαυτό μου και τον μελετούσα υπό το πρίσμα/ κάθε τελευταίας πράξης,/ -Νόμιζα /

Απόψε είδα τη μορφή που δεν έβλεπα πως μου ανήκει/…Νόμιζα/…Μ’ άγγιζαν τα χείλη της αλήθειας/…Ντρεπόμουν νομίζοντας ότι παραληρώ…/Ήμουν σαν να μην ήμουν μέσα στον κόσμο…»

Η οδυνηρή αναμέτρηση του αφηγητή με την αυταπάτη ενός διαρκούς παρελθόντος, που ανακαλείται για την ανάγκη αναζήτησης του αληθινού του προσώπου, του εαυτού – όχι εκείνου που νόμιζε ότι ήταν, ούτε εκείνου που οριζόταν από ότι οι άλλοι νόμιζαν. Αυτή η αναμέτρηση, διαρκώς παρούσα, συντελείται για να ορίσει της ζωής τα μεγάλα ζητήματα: την αλήθεια, το νόημα της ζωής, την ιδεολογία, τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα, τον θάνατο, το πριν, το τώρα και το μετά.

Πίστη και απιστία, φθορά, φόβος, βύθισμα στη σιωπή, ακούσια παραπλάνηση ή εκούσια ψευδαίσθηση στην ανηλεή πάλη του να ορίσει τη αλήθεια. Παιχνίδι μιας ολόκληρης ζωής αυτή η αναζήτηση εισβάλλει στον ποιητικό λόγο και θα δεχθεί αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις μέχρι το τέλος του μονολόγου: η αλήθεια που καταπιέζει, η αλήθεια που ελευθερώνει αυτεξούσια μέσα στην αυτονομία της, η αλήθεια των άλλων, η αλήθεια των ανωτέρων , η αλήθεια με τα χίλια πρόσωπα, η νόθα αλήθεια, η διπρόσωπη αλήθεια. Ο αφηγητής βυθίζεται στις διερωτήσεις του για την αλήθεια: «…Η αλήθεια, η αλήθεια! Πάντα καθυστερημένη. Ποτέ δεν έφθανε στην ώρα της. Πάντα αργούσε οπισθόβουλη…» μα τίποτε πιο αληθινό από το φως που αντικρίζει εκεί, στην οδό Πατησίων, μια αταξινόμητη αλήθεια της ίδιας του της ύπαρξης απέναντι στο όρος Αιγάλεω.

Στο δεύτερο μέρος ορίζεται σαφέστερα ο τόπος και ο χρόνος: «…Τέλος της χρονιάς. Στάση Λυσσιατρείου. Οι πρώτοι άνθρωποι που μας ευχήθηκαν ευτυχές το 2004 ήταν δυο νοστιμότατες νεαρές νέγρες επί της Πατησίων, στ’ αγγλικά. Η ξεπεσμένη γειτονιά μας είναι ένα πολύγλωσσο ταμείο ανοχής».

Όλα έχουν αλλάξει γύρω, όμως είναι ορατές οι διαστρωματώσεις του παρελθόντος χώρου και χρόνου και το «εγώ» του αφηγητή αφόρητο στον ίδιο, κατακερματισμένο, ασφυκτιά πνιγμένο ανάμεσα σε δοτούς ρόλους, αγωνιζόμενο να σκοτώσει «τις νόθες αλήθειες του». Ταυτόχρονα, από τα άδυτα της ψυχής αναδύονται αντανακλάσεις από τα περασμένα, που όσο κι αν επιφανειακά δείχνουν ασύνδετες, δεν είναι. Αποτελούν την ουσία ενός όλου, που συγκροτείται μέσα από ένα μακρύ ταξίδι εμπειριών, με άλματα στο χρόνο, με εικόνες που έρχονται από πολύ μακριά και συνωθούνται σε μια ψυχή που αγωνιά άλλοτε επικαλούμενη τον θάνατο, που σβήνει αυτόματα τα πάντα σαν μια οθόνη που σκοτείνιασε ξαφνικά, και άλλοτε αναιρώντας την επίκληση. Σε μια ψυχή βυθισμένη αυτή τη φορά σε αρχαίες γιορτινές μέρες έστω και στο αχνοφέγγισμα μιας υπονομευμένης ελπίδας.

Στο τρίτο μέρος, ο αφηγητής θα στεγάσει την εκδίπλωση των εσώτερων πτυχών του στο ίδιο σκηνικό: «Τα παράθυρα του ρετιρέ της ξεπεσμένης πολυκατοικίας μας στραμμένα πάντα προς τον εκεί ουρανό…Είναι ανταριασμένος σήμερα. Μετά βίας διακρίνεται. Στο βάθος, αριστερότερα, το όρος Αιγάλεω. Εκεί είχε στήσει τον θρόνο του ο Ξέρξης για ν’ απολαύσει το θέαμα της ναυμαχίας της Σαλαμίνος… Κάπου εκεί πάνω αποσυρόταν ο Μ.Β. για να μη χάνει από τα μάτια του το διαρκές τίποτε της διάρκειας.»

Δεν είναι ανέστιος αυτός ο διαβατάρης της ζωής, αυτός ο «πλάνης» αφηγητής στο άλλο του μισό. Και διατυπώνει αποφθεγματικά το λόγο της δισυπόστατης ύπαρξής του: «…Χωρίς σπίτι, δεν πρόκειται να ζήσεις την αλήθεια της μονής. Θα περιπλανιέσαι. Χωρίς περιπλάνηση, δεν πρόκειται να μάθεις τι σκότος νοθείας τυλίγει το σπίτι…». Στη στάση Λυσσιατρείου, λοιπόν, στο αντίκρισμα του ορίζοντα από το ρετιρέ της ξεπεσμένης πολυκατοικίας, εδώ είναι η κομβική αφετηρία του. Από εδώ φεύγει και εδώ επιστρέφει. Εδώ ανοίγει διάλογο με την Ιστορία «… για να μη χάνει από τα μάτια του το διαρκές τίποτε της διάρκειας…» ανταποκρινόμενος στον ορισμό της λέξης «πλάνης», περιπλανώμενος ή «εκείνος που βήμα- βήμα φτιάχνει τη δική του διαδρομή ή εκείνος που περιπλανώμενος μάχεται ενάντια σε μια πραγματικότητα, που παρουσιάζεται σαν ομογενοποιημένη απολυτότητα, ή ο μοναχικός γιος του πλήθους ή ο αναγνώστης της πόλης που έχει διαγράψει πολλές διαδρομές στο νεωτερικό και μετανεωτερικό χωροχρόνο».

Εδώ, αυτός ο «σώγαμπρος της αλήθειας», φράση η οποία εμμονικά επαναλαμβάνεται μέσα στο ποίημα «…ήγουν γαμπρός χωρίς δικό του σπίτι»…ένα συλλογικό υποκείμενο, συλλογιστικό, παρελθοντοδεμένο… Και κρυφίως αγρίμι, ακοινώνητος, ανεξομολόγητος». Εδώ θα θέσει τα μεγάλα ερωτήματα , ανακαλώντας μνήμες ερωτικών συνευρέσεων, χλευάζοντας τη διάρκεια και τη συνέχεια, ανακαλώντας ήχους, φωνές, διιστάμενες πατρογονικές προφητείες, υποδείξεις και ρήσεις. Ο αφηγητής ξεδιπλώνοντας ένα πολυδιασπασμένο και πολυδιάστατο «εγώ», προβάλλει τις διαθλάσεις του προσώπου του με μια σειρά πυκνών, αναπάντητων ερωτημάτων:… «Τι ξέρει κανείς από τη βιογραφία του; Τι σχέση έχουν τα δημόσια με τα ιδιωτικά του καθενός; …Η δημόσια πράξη είναι συνέχεια των ιδιωτικών ή εντελώς άλλου ποιου;…Πόθεν το νόημα που άρχει θέλεις δε θέλεις; Πώς γίνεται να ζω νομοταγής στην καθημερινότητα και κουρσάρος στο νου μου, αν δεν ήμουν διπλός και τρίδιπλος; Πόσα κρυφά και αδιαφώτιστα διαπλάθουν την επιθυμία που γίνεται τέλος εικόνα του εαυτού με ταυτότητα και όνομα;…».

Ο αφηγητής, εμμένει στην έννοια του σπιτιού: αναμοχλεύοντας μνήμες «…από τ’ απολησμονημένα αλησμόνητα…» ανασύρει το παρελθόν εγώ του: «Κάπου κάπου, ένας κρυφός αντίλαλος από σπηλιές ή κουφάλες που μένουν ανονόμαστες μα ξέρεις πως σου ανήκουν σαν κληρονομικά, ξερά χωράφια, εντελώς αχρείαστα…», ενώ παρεισφρέει στο κείμενο ένας σεφερικός (1) απόηχος, αντεστραμμένος: «…πουλήθηκαν τα πατρικά, γκρεμίστηκαν και ξαναχτίστηκαν…». Αποστασιοποιημένος από την ύπαρξή του «ως ένα εγώ του προγόνου», απαλλαγμένος από κάθε νόθα νοσταλγία του χθες, συχνά αφήνει ένα ειρωνικό μειδίαμα ή τρέπεται στον αυτοσαρκασμό: «…Έτσι με ζούσε η επιθυμία σώγαμπρο της αλήθειας μέσα στο πρέπον…».

Στο τέταρτο μέρος ο αφηγητής πραγματεύεται την έννοια της ελπίδας, της ελπίδας που «μασάει το πάθος». Ανιχνεύει και πάλι την ύπαρξη της αλήθειας και αποφαίνεται: «… Η ελπίδα σε κάνει τυφλό, φοβητσιάρη, λογοδίαιτο. Αλλά η αλήθεια δεν έχει να κάνει τίποτε με την ελπίδα. Η αλήθεια μένει σ’ ένα σπίτι πιο μακριά από την ευτυχία και τη δυστυχία…». Αφηγούμενος την ιστορία οικογενειακής φίλης, κόρης πολιτευτού εκ Μάνης που ο σύζυγός της την παραχωρούσε σε φίλους του, θα ξεδιπλώσει όλες τις εκδοχές: Μέσα από τους «ανένδοτους ψιθυρισμούς» στη σάλα του σπιτιού τους – τι ειρωνεία και για τον πολιτευτή, ευυπόληπτο πρόσωπο, και για τη Μάνη με την αυστηρών ηθών παράδοση – θα στηλιτεύσει την υποκρισία των «άμεμπτων» νοικοκυραίων. Είναι αυτοί που επικαλούνται τον λιθοβολισμό της γυναίκας, μιας φεγγαροχτυπημένης «…που μας παριστάνει τη λευκή περιστέρα κάθε πρωί που σκάει ο ήλιος…», στον αντίποδα, λες, της σολωμικής «φεγγαροντυμένης», μιας εξιδανίκευσης πεθαμένης από καιρό: «Πετροβολήστε τη, πετροβολήστε τη. Θέλει να’ ναι ελεύθερη για να κόψει τη δύναμη του μέλλοντος που θρέφει ο οικοδομικός μας ιδρώτας. Πετροβολήστε τη να χαθεί μέσα στο χώμα…». Και θα συνεχίσει να υπονομεύει στο λόγο του όλες τις πομπωδώς προβαλλόμενες αξίες όπως γενναιοδωρία, φιλανθρωπία, αξιοπρέπεια, αρχοντιά και να υφαίνει απροσχημάτιστα την αποκήρυξή τους. Όλα δοτά, όλα με το ζύγι μιας χαμοζωής. Ηθοπλαστικά φληναφήματα:

«...Λύσσαγα άυπνος, τάζοντας μες στην αηδιαστική εικόνα της ανάμνησης να δώσω ό,τι πολυτιμότερο θα έχω και ταυτοχρόνως να στρίψω το λαρύγγι της επιθυμίας που μου έτρεφαν οι άλλοι για να γίνω άρχοντας…Μα πως μπορεί να είναι γενναιόδωρος όποιος ελπίζει; Επειδή ακριβώς ελπίζει δεν μπορεί να γίνει γενναιόδωρος. Μέλλεται να προκόψει. Θα γίνει ίσως και γενναιόδωρος χορηγός. Μπορεί και μέγας φιλάνθρωπος εν μέσω υψιφώνων, τενόρων και άλλων επισήμων στα λαμπρά μέγαρα της αείμνηστης ανθρωπότητας….Προκοπή και φιλανθρωπία, ευτυχές το νέον έτος της σάλας μας…».

Πόσο μεγάλη η απόσταση ανάμεσα σε εκείνη την πρωτοχρονιά στη σάλα τους που έπαιρνε άθελά του εκείνα τα μαθήματα με μέγιστη εξ αυτών τη ρήση: «…Καλό τέλος έχουν μόνο οι υποτακτικοί της ζωής …!»

Μέρος πέμπτο: Εδώ θα καταπιαστεί με έναν κύκλο νέων αντιθέσεων. Περνώντας ακροθιγώς από τους διαλόγους του Σωκράτη, τα Ευαγγέλια, τη Θεία Κωμωδία, στο μυθιστόρημα του Μπαλζάκ Λουί Λαμπέρ (1832) και στην Ανθρώπινη Κωμωδία. [Το πρώτο είναι μυθιστόρημα με ελάχιστη πλοκή, δεν είναι τυπικό παράδειγμα ρεαλιστικού στυλ για το οποίο φημιζόταν ο Μπαλζάκ. Στο δεύτερο, η πιο χαρακτηριστική περίπτωση «χαμένου λογοτέχνη» είναι ο Ντ’ Αρτέζ. Ο Ντ’ Αρτέζ, αφοσιωμένος στην τέχνη και τις αξίες που την συγκροτούν ως πεδίο κοινωνικού πράττειν, χάνεται από τη στιγμή που αναλίσκει αυτή την ενέργεια για να αναγνωριστεί στην τυποποιημένη «λογοτεχνική αίγλη» και να εξυπηρετήσει εξυπηρετούμενος την αναπαραγωγή των μηχανισμών που συντηρούν μια δεδομένη κυριαρχία: κερδίζει μια θέση στα έδρανα της δεξιάς στο κοινοβούλιο και την πολύτιμη κοσμική σχέση με την πριγκίπισσα ντε Καντινιάν. Ο Πιέρ Μισόν, διεξοδικός αναγνώστης και μελετητής της Ανθρώπινης Κωμωδίας, είχε ορίσει αυτή την ενέργεια του συγγραφέα, μέσα στο έργο του Μπαλζάκ: «ενέργεια που δεν είναι ποτέ χαμένη, συσσωρευτής, γεννήτρια και θερμοδυναμική πηγή». Ο συγγραφέας, προμηθεϊκός διακονιάρης της τέχνης και της κοινωνίας (για την οποία «πρέπει να είναι ένας μεγάλος μεταρρυθμιστής, ώστε αυτή να βαδίζει λιγότερο άσχημα», όπως πρόσθετε ο Πιέρ Μισόν περί Μπαλζάκ) χάνεται, όσο διοχετεύει την ενέργειά του σε μια καλλιτεχνική πλαστοπροσωπία, η οποία επιβραβεύεται κοινωνικά μέσα από τους πιο άσχημους καθεστωτικούς μηχανισμούς, ακριβώς επειδή προάγονται και επωφελούνται, αμοιβαία επικερδώς, ο κυρίαρχος κυνισμός, το κυρίαρχο ψεύδος, η κυρίαρχη υποκρισία. Μια έτσι τυποποιημένη «λογοτεχνική αίγλη» είναι απαραίτητη ιδεολογική συνθήκη ώστε να αναπαράγονται όλα τα προηγούμενα με ακόμα περισσότερες δυνατότητες κυριαρχίας].(2)

Όλα τα προαναφερθέντα δεν αναλύονται φυσικά στο ποιητικό κείμενο του Αντώνη Ζέρβα. Στο ποίημα εγκιβωτίζονται μόνο τα ονόματα συγγραφέων και κειμένων. Τα λοιπά εξυπονοούνται και ανιχνεύονται από υπαινιγμούς και ρήσεις του αφηγητή του, που αποκωδικοποιούν την άποψή του για την τέχνη, εξ ου και η αναφορά του στους «λυρικούς οντολόγους των ηττημένων ξημερωμάτων, τους νέους τουριστικούς προορισμούς τύπου Οξώπετρα» για να συνεχίσει πιο κάτω:

Το παρελθόν θέλει ασβέστωμα, ποιος άντεξε παρόν χωρίς το αιώνιο ασβέστωμα; Ποιο ηθικό απόσωμα στέκει όρθιο μπροστά στον Αλκιβιάδη;

Όσο ακραίο και αιρετικό κι αν ακούγεται, η ποιητική φωνή αρθρώνεται στη βάση μιας θέσης που αντιτίθεται σε έναν ψευτοσυναισθηματικό κόσμο, σε έναν κόσμο που δεν αντιλαμβάνεται ότι ζούμε με τους νεκρούς, που αποκρύπτει και απωθεί τον θάνατο, όπως ότι δεν είναι ευχάριστο τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο βίο:

«…Η αλήθεια που μας κάνει ασβεστώνει την αλήθεια που δεν μας κάνει. Σε ποιον να κάνει τάχα ο Αλκιβιάδης;»

Για να επεκτείνει την άποψή του στην τέχνη:

«…Ούτε στους πενταδάκτυλους, ούτε στους εξαδάχτυλους μεγαλοϊδεάτες, εθνικόφρονες ή διεθνιστές. Αλκιβιάδη σώτερ, δις εις θάνατον: Πόσο αντέχεται το κάλλος εκτός συσκευασίας της διαφήμισης! Πόσο αντέχεται η Ελλάδα που μελώνει την Ελλάδα

Επιστρέφει στο καθημερινό και στο οικείο ατενίζοντας «…την ομορφιά του τίποτε, ένα ανάερο μπαλέτο, όπως το βουνό απέναντι στη μπαλκονόπορτα της κουζίνας…».

Στον αντίποδα του φωτός, του βουνού και του ήλιου, του ωραίου που υφίσταται πέραν των σημασιών και αξιολογήσεων, το σκότος «…Αλλά το σκότος δεν είναι ζήτημα προσωπικής αρέσκειας… Ο Αλκιβιάδης δεν διάλεξε το σκότος. Διάλεξε να ξεγεννήσει μόνος του τον εαυτό του. Ποιος ήταν ο εαυτός του; Η θέληση του ωραίου τίποτε, στα όρια ενός κλάσματος του γίγνεσθαι με καθορισμένο παρελθόν και επικαθορισμένο μέλλον».

Στο έκτο και έβδομο μέρος επανέρχεται στη θεώρηση της αλήθειας, της σχέσης με την Ιστορία, αλλά και τη θέαση του δικού του εγώ στους κόλπους της. Αναρωτιέται ποια η σχέση της αλήθειας με το κοινώς αποδεκτό :

«…Ποιος ομολογεί; Ποια θ’ ναι η εξορία, αν ομολογήσεις πως το χειρότερο θεριό της πόλης είναι η γνώμη των πολλών;»

Και συνεχίζοντας, μέσα από άλλες ερωτήσεις, διαπιστώσεις, ομολογίες θα ξεδιπλώσει αποσπασματικά τη δική του ιστορία αναμετρώντας τη διαδρομή του στη ροή της Ιστορίας:

«…Από τα παιδικά μου χρόνια έως σήμερα/ ολόκληρη η ιστορία του ανθρώπου./ Η ζωή μου παραβγαίνει με την ιστορία και την προσπερνάει…Ένοιωθα πάντα μες στην ιστορία, ποτέ δεν είδα ότι ο δρόμος της μπορούσε να τραβάει πέραν. Πούθε; Διδαχή; Αστείο πράγμα. Τι να διδάξεις στις ερημιές που εκτείνονται εκεί που σταματάει η ιστορία;»

Όλες οι διάχυτες μέσα στο ποίημα σχετικές διατυπώσεις δημιουργούν την αίσθηση στον αναγνώστη ότι απορρέουν από τη γνώση του αφηγητή, γνώση που πηγάζει από τις πικρίες του, τις ίδιες του τις πληγές, αχνές, αδιόρατα παρούσες: Όπως οι ερημιές πέραν της ιστορίας ακυρώνουν κάθε πρόθεση διδαχής, όπως η συνειδητοποίηση ότι αθέλητα πορεύεται εκεί που σπρώχνει η ιστορία. Και μέσα στο πλαίσιο αυτό εκλύεται ένα κομμάτι από την προσωπική του ιστορία καθώς ανακινείται η ανάμνηση της ζωής του στην Ευρώπη, εκεί που «… νοσταλγούσε τα ζεστά βράδια του τόπου του», μιας ζωής που του’ μαθε να ζει ξένος στον ξένο τόπο και αποξενωμένος στον τόπο του. Τι μένει; Τι νοσταλγεί;

«…Δεν νοσταλγώ απ’ την Ευρώπη παρά μόνο τη νοσταλγία που είχα για τον τόπο μου…Νόμιζα πως νοσταλγούσα τους χωμάτινους δρόμους που’ θελα ν’ αφήσω για πάντα πίσω μου. Τις λαϊκές πλατείες όπου πρωτάκουσα τον Καζαντζίδη…τη δημοσιά που τράβαγε παράλληλα με τις ράγιες ως τη θάλασσα. Νόμιζα πως έπρεπε να νοσταλγώ, όπως σου λένε: «Πρέπει ν’ αγαπάς για να γίνεις άνθρωπος»./ Κι αυτά της Ιστορίας είναι…»

Και επανέρχεται στην αυτο-αμφισβήτηση και αυτό-αναίρεση, στην ασφυξία του αυτοεγκλεισμού μέσα την ιστορία, στην ατομική ιστορία πλεγμένη με την Ιστορία. Την παγίδευση στον θεσμικό σου ρόλο, την άρνηση του ιστού που πλέκει γύρω σου η γυναίκα που αγαπάς, ενώ εσύ γυρεύεις τη γυναίκα, όχι τον ιστό. Και τούτο κρίνεται άρρωστο και άτοπο. Στο σημείο αυτό θα επιστρέψει στο στροβίλισμα που τον οδηγεί η ουτοπία του (ου τόπος) σε έναν κόσμο βυθισμένο στη σύγχυση και ο ίδιος πίσω από τα ερωτηματικά που αιωρούνται:

«…Οθόνες, εικόνες, λέξεις και φράσεις, οθόνες./ Ακούω, όλο ακούω, βλέπω, όλο βλέπω./ Που είμαι, εδώ που πήγα χωρίς να ξέρω που πηγαίνω;/ Νόμιζα, όλο νόμιζα, βλέποντας και ακούγοντας/ Νόμιζα/ Η διδαχή; Η οικογένεια;/ Η προκοπή;/Νόμιζα και δόξαζα/ Δόξαζα νομίζοντας»

Μέρος όγδοο: Η αγωνία στην αναζήτηση του νοήματος, οι συγκρούσεις του ποιητικού εγώ του τότε και το τώρα, ντυμένη με μια ευδιάκριτη ελαφρά ειρωνεία: «...Πολύ μ’ άρεσαν οι ανάλαφρες, διάφανες πουκαμίσες κάτω από την άπλετη κόμη του Αιγαίου…»

Η αθωότητα της ποίησης του Αιγαίου είναι παρελθούσα, όπως και η χαρά και η νοσταλγία σχεδόν ύποπτη. Ο δρόμος για μια άλλη πορεία έχει αγκάθια. Είναι μοναχικός, χαράζεται μέσα από τα όχι περιμένοντας «…τις μικρές αλλά πολύχρονες αναμονές εξόδου που ξεφωτίζουν το φως…»

Ο αφηγητής πάντα εκεί αγναντεύοντας …από την πόρτα της κουζίνας …κοιτάζει… το όρος Αιγάλεω… Η ανατολή και η δύση που θεάται είναι σαν την αρχή και το τέλος του κόσμου. Κάθε μέρα μια γέννηση και ένας θάνατος. Από εδώ που έχει στήσει το καραούλι του για να ανασύρει από το παρελθόν «έφηβους» έρωτες, ματαιωμένες ερωτικές συνευρέσεις, ψαύοντας μέσα από την επιβεβλημένη ενοχή τα όρια της ελευθερίας, που ορίζεται ως «…κατάσταση διαλειπτική, διακεκομμένη και οπωσδήποτε σισύφεια…». Εδώ στην μπαλκονόπορτα της κουζίνας αισθητή η «…Ελαφρότης του αέρα, αεράκι, αεράκι, Μερησαήρ» , παιχνίδι της λέξης «αέρας» με τον τίτλο παλαιότερου ποιητικού του έργου. Μερησαήρ που σημαίνει ειρμοί νεκρώσιμοι, κλείνοντας έτσι την αμεριμνησία του Αιγαίου με τον ήχο του θανάτου.

Στο ένατο και δέκατο μέρος βρίσκεται πάλι στο εδώ της ανοιξιάτικης τώρα Πατησίων «…παραδομένης στους γλυκασμούς του σούρουπου». Το αφηγούμενο εγώ στο τώρα και στον ιστό της ζωής. Στην έκπτωτη πόλη μας, την Αθήνα, στην έκπτωτη γειτονιά του πίσω από «…ξεχαρβαλωμένες μαρμάρινες εισόδους, …βεβηλωμένους τοίχους, σε … ετοιμόρροπα μπαλκόνια» – με την Ευρώπη μακριά- κατακλεισμένος από ξένες φωνές. Η επιστροφή του σε μια πόλη κουρασμένη, σχεδόν ξένη: «… Στάση Λυσσιατρείο.- Μα δεν είναι εδώ το τέρμα;» Αναρωτιέται. Όχι δεν είναι. Είναι απλώς μια γέφυρα που ενώνει με τον κόσμο.

Στη συνέχεια θα ανασύρει μνήμες της παιδικής ηλικίας, την αίσθηση της ελευθερίας και της ηδονής «…που δεν ήξερε ότι είναι ηδονή…», με υπέροχες εικόνες και παραλληλίες του πουλιού που παίζει με τον αέρα και του αγοριού που κάνει «…ποδήλατο χωρίς χέρια, μοναχό και ολόχαρο, ανάμεσα στις καλαμιές μιας έρημης δημοσιάς». Κι ύστερα το σπίτι, το υπόγειο που «βρισκόταν στο ισόγειο». Και το ρετιρέ βεβαίως. Η ανάβαση και η κατάβαση, μια μεταφορά καταβύθισης στο ασυνείδητο. Το σπίτι και τα πράγματα και άλλες αναδρομές στις προγονικές ρίζες, σύνδεση των ιδιωτικών με τα δημόσια πράγματα. Δεν θεάται απλώς τον μικρόκοσμό του, το αυτοξερρίζωμά του αλλά όλο αυτό ενταγμένο στη μεγάλη εικόνα της Ελλάδας και του κόσμου. Θεάται το «… δικό του παρόν κομματάκια μεταξύ Ανατολής και Δύσης… καθώς και …Κάτι το εθνικό που τελειώνει με τη θλίψη του ξελαφρώματος…» μάχεται με την έννοια της διάρκειας, αποκαλύπτοντας το «γελοίο της ιστορίας», υφασμένο με μύθους και αυταπάτες:

«…Συγκινούμαι κι εγώ απ’ το γελοίο. Με συγκινεί το αθέλητο που υπερβαίνει τυφλά την προσωπική θέληση. Το κρυφό νόημα της τραγωδίας. Τελειωμένο, τίποτε δεν τελειώνει το νόημα της διάρκειας ως την εκπύρωση του παντός με Θεό ή χωρίς Θεό του νοήματος. Μόνο που νιώθω πιο απών από τότε που ήμουν όντως απών. Λες κι η ζωή ξεφουσκώνει μέσα μου μαζί μ’ ένα νόημα της Ελλάδας».

Μέσα σε ένα στρόβιλο λέξεων ο ποιητής θεμελιώνει μια άλλη ανάγνωση του κόσμου αναιρώντας την καθιερωμένη αντίληψη, ισορροπώντας σε μια διαρκή αιώρηση τόσο ευανάγνωστη στην ποίησή του. Η θλίψη, η μοναξιά, ο φόβος, τα συναισθήματα, τα παρόντα και διαρκώς υπονομευόμενα, συμφύρονται με εικόνες, ήχους, σύμβολα όπως το ντουφέκι του και τη διάζευξη ανάμεσα στο εγώ και τους άλλους.

Μέρος ενδέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο: Εδώ αρχικά ανακαλεί εικόνες μιας αποστειρωμένης καθημερινότητας, μιας τεχνητής πραγματικότητας: «…Τα γραφεία της Υπηρεσίας…σαν θάλαμοι νοσοκομείου…σαν θάλαμοι εντατικής παρακολούθησης/ με τις αναπαυτικές λαθροχειρίες της γλώσσας». Και πάλι ξεγυμνώνει την αλήθεια του κοινώς αποδεκτού, μια ψευδή αναπαράσταση της αλήθειας κάτω από το ένδυμα του ρεαλισμού. Μια τάχα αναζήτησή της αναμεμειγμένη με τη λύπη για ότι χάθηκε. Την επιλεκτική σχέση με την παράδοση, σύμφωνα με την οποία εξιδανικεύεται και επιλέγεται το εύπεπτο, το βολικό: «… Ιδού ο κόσμος, κύριοι και κυρίες. Αλλοίμονο σ’ αυτούς που ψάχνουν την αλήθεια τάχα χωρίς να τη βλέπουν…Υλοποιούμε το Λόγο που φέρνει την ανάπαυση του κόσμου μέσα στον κόσμο…»

Και απέναντι στον υλοποιημένο Λόγο μέσα από μια αγωνιώδη σειρά ερωτημάτων συγκροτείται ο Λόγος που αντιμάχεται «…τη θρασύτητα των παρόντων», που δεν επιστρατεύεται «…κατά ιστορική συγκατάβαση για να διαιωνίζεται η φιλόζωη κολακεία». Ο Λόγος αρχή και τέλος, ελπίδα και πένθος, Λόγος γεννητικός μα πάντοτε ασύμφωνος. Η αλήθεια απέναντι στην αληθολογία.

Και έπειτα από το Λόγο-λογική, ο αφηγητής έρχεται να αναμετρηθεί με το λόγο-ομιλία, το λόγο γλώσσα. Το εκφραστικό του εργαλείο, αργασμένο μέσα στο δικό του χρόνο σε μια διαρκή πάλη να μαζεύει τις λέξεις, δημιουργώντας τη δική του «μεγάλη περιουσία λέξεων»: «…Είχα τις λέξεις μου, [γράφει], λέξεις αιώνων. ‘Ημουν ιδιοκτήτης ενός κλεισμένου μ’ απαραμύθητου θησαυρού…Ήθελα τις λέξεις όπως ο κολυμβητής τη θάλασσα…, τις λέξεις που μένουν ίδιες χωρίς να λένε το ίδιο…τις λέξεις που …καραδοκούσαν σιωπηλές, γελαστικές ή σαν θαλάσσια θεριά εφιαλτικού ονείρου…»

Και έπειτα έρχονται «…οι εικόνες που αψηφούν τις λέξεις». Αναμφίβολα, εδώ θα θέσει όχι απλώς θέματα της δικής του ποιητικής αλλά γενικότερα ζητήματα που αφορούν στην ποιητική δημιουργία και την πρόσληψή της και θα αναφερθεί και πάλι στην αλήθεια, ως αλήθεια της ζωής και έκφρασης σε όλες της τις εκφάνσεις.

Και είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι τα ζητήματα που προαναφέρθηκαν θα τα αφήσει να εισχωρήσουν μέσα από μια εξομολογητική αφήγηση, διασταυρώνοντας τη σημερινή του ματιά, σε ότι παρατηρεί περιδιαβάζοντας τις τόσο διαφορετικές γωνιές της πόλης, με εικόνες, που έρχονται από τα στέκια της νιότης του. Εκεί από την «Πλατεία» ανάμεσα στους κοσμικούς και τους διανοούμενους θα παρελάσουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη οι γυναίκες: η Καρόλ, ωραία για την τόλμη της, η καλλίγραμμη Βγενουσάν, ελληνοεβραία σταρ των ελληνικών πορνό της εποχής, που «…μιλούσε κελαϊδιστά με προκλητική απλότητα… με ένα θρεμμένο φίδι πάνω της», αυτή που στο Βόλο είχε αλλάξει το όνομά της, «… εξακολουθούσε όμως να βγαίνει στον φανταστικό ορίζοντα ίδια μ’ αστέρι. Κι όντως τη λέγανε Στίλβη». Τα γυναικεία τούτα πρόσωπα, ζώντας στα χείλη της αλήθειας, θα πυροδοτήσουν έναν πυρακτωμένο λόγο στον αντίποδα της σύμβασης μιας ποίησης τακτοποιημένης, σύμφωνα με τους κρατούντες αποδεκτούς όρους. Γι’ αυτό και θα μιλήσει για τα «…καλογυαλισμένα παπούτσια των ποιητών… των ποιητών που …γύριζαν στις οικογενειακές τους εστίες, σπρώχνοντας τα καροτσάκια με τα τέκνα τους. Ευχαριστημένοι από την απαγγελία τους…καθώς πολλοί εκλάμβαναν την ποίηση ως στιλβωτήριο υποδημάτων. Κι εγώ ανάμεσά τους». Χωρίς κανένα πρόσχημα το ποιητικό υποκείμενο κρίνει και αυτοκρίνεται, στέκεται για άλλη μια φορά απέναντι από ξεθυμασμένες παραδόσεις και θεσμούς και λυσσαλέα επικαλείται το νόημα που ζει πέραν της γραμματικής. Ο ίδιος εσωτερικός «…σεισμός που κάθε τόσο τραμπάλιζε τα θέμελά του», το εσώτερο είναι του, διατρέχει το ποίημα.

Μέρος δέκατο τέταρτο, δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο: Από την «…θαλπωρή του ήσυχου γραφείου…κάτω απ’ τη γλυκιά (του) λάμπα…», σε μια ατμόσφαιρα μοναξιάς καβαφικής θα συνεχίσει να ορίζει τη διάστασή του από τον κόσμο: αντιτιθέμενος σε μια εξουσία πάντοτε ύποπτη, όταν δεν είναι εγκληματική, σε μια πιθανή δική του θέση εξουσίας, ευγνωμονώντας την «…εγωτική του λάσπη/ώστε να μην καταδέχεται τον μέσο όρο της συλλογικότητας,/ του αριθμού και προπάντων τις αξίες…». Αθέλητα μας έρχονται στο νου οι στίχοι από το επίγραμμα του Καλλίμαχου: «…εχθαίρω το ποίημα το κυκλικόν, ουδέ κελεύθω/χαίρω, τις πολλούς ώδε και ώδε φέρει·/ μισέω και περίφοιτον ερώμενον, ουδ’ από κρήνης/πίνω·σικχαίνω πάντα τα δημόσια». Που θα πει σε μετάφραση Θ. Δ. Παπαγγελή: «Αντιπαθώ τις επικές σειρές, και οι δρόμοι/όπου πλήθη πάνε κι έρχονται δεν μου αρέσουν./ Μισώ και τον ωραίο με τους χιλιάδες θαυμαστές· από δημόσια κρήνη/ δεν πίνω. Σιχαίνομαι όλα τα κοινά και τα κοινόχρηστα…».

Επανέρχεται ο αφηγητής, πάντα σε πρώτο πρόσωπο, δίνοντας υπόσταση «…στο ακατάσχετο σύνδρομο αγανάκτησης που τον κατακλύζει…/δούλος του παρελθόντος/ και απελεύθερος των ενεστώτων…» πάντα με την επιθυμία της αναχώρησης διερωτώμενος και πάλι για το νόημα σε έναν κόσμο τόσο δεδομένο και προβλέψιμο όσο η αποθέωση του τίποτε στα δελτία ειδήσεων στο «…θάμβος ενός ξερικού και ανέραστου» Ιουλίου. Εδώ θα σταθεί, μπροστά στους άλλους και στον εαυτό του, «μια θλιβερή ψυχή» μπροστά στην αλήθεια «…που μόλις λεχθεί παύει να είναι αλήθεια…» αντικρίζοντας τον «… θρίαμβο του θανάτου, όλη την ομορφιά που σέρνει πίσω του» , τον θάνατο που έρχεται να ακυρώσει όσα μικρά και μεγάλα, δίκαια ή άδικα, πραγματικότητες ή αυταπάτες, τον θάνατο ως «…κέντρο της αλήθειας του θνητού», τον θάνατο που αποσχηματοποιεί και μέσα σε ένα παράξενο φως ανασταίνει την ομορφιά. Έτσι οδεύει σε μια ανακεφαλαίωση της αγωνίας του, της συνομιλίας του με το παράλογο, της άρσης του προσωπικού βιώματος, του σχεδόν αδύνατο να παγιωθεί σε λόγο, της μακράς τύφλωσής του, ώσπου κάπου εκεί στην αρχή του τέλους του δρόμου τα μάτια ξακρίζουν ένα φως που παγώνει «…μες στον πολύχρονο ζήλο της βεβαιότητας». Το Είναι και ο Χρόνος και ο ποιητής παγωμένος κοιτάζοντας «… τα ακίνητα πορτραίτα των προγόνων που έμοιαζαν όλα να σημαδεύουν τον νόμο της αρχής». Και τώρα αρνούμενος τη σφραγίδα της σοφίας ξέρει πλέον πως «…εκδιαίτηση είναι τα χείλη της αλήθειας σαν ανοίξουν. Ξερρίζωμα».

Αυτό είναι που βιώνει τώρα αναθυμούμενος την επιστροφή του σε μια συγκλονιστική σκηνή ακολουθούμενη από τη ανατροπή της:

«…Εκεί χάμω, στον περίβολο του ψηλού σπιτιού που’ μοιαζε σαν ακατοίκητο από καιρό, μανταλωμένο, μ’ έπιασαν λυγμοί…./ Έκλαιγα, έκλαιγα ως το ξημέρωμα. Έπειτα μ’ έπιασαν γέλια/ Θυμήθηκα ένα βράδυ τον παππού μου μεθυσμένο…

Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου, με όσα λίγα επισημάνθηκαν και όσα πολλά αποσιωπήθηκαν, πιστεύω, ότι σου φέρνει στα χείλη το εύλογο ερώτημα: Θεούλη μου, από πού έρχεται αυτή η ποίηση;

Το ερώτημα θα παραμείνει μετέωρο.

Το ποίημα οδεύει στο τέλος. Ο αφηγητής εδώ και πάλι, στην οδό Πατησίων σε τρίτο πρόσωπο θα κλείσει τον απόλογό του:

«…Ο ξενητεμένος επιστρέφει τελικώς στον τόπο του συνταξιούχος. Ξαναπαίρνει το τρόλλεϋ στην παλιά Στάση Λυσσιατρείο, για τον κήπο του παλιού Μουσείου, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, εκεί όπου άρχιζε ο δρόμος του υποσχόμενου θριάμβου… Κάθεται στον κήπο του παλαιού Μουσείου με τα μισόγυμνα κορίτσια μες στο τουριστικό καλοκαιράκι.

Δεν ιδρώνει πια. Δεν νοιάζεται αν θα προλάβει.

Για δες! Τα τρόλλεϋ είναι σχεδόν ίδια. Θα πρέπει να/ ξαναμάθει τάχα τα ονόματα των οδών;/ Οι επιβάτες όλοι ξένοι, σαν κι αυτόν/που πίστευε στο σόι, στη γλώσσα, στη φυλή».

Απομονώνω ένα στίχο από το δέκατο τρίτο μέρος του βιβλίου: «…Θέλαμε να γίνουμε ποιητές, αλλά η ποίηση δίσταζε να/ μας ανοίξει…». Επιτρέψτε μου, κλείνοντας, να σημειώσω ότι η ποίηση άφησε διάπλατα ανοιχτή την πόρτα της στο αφηγηματικό ποίημα του Αντώνη Ζέρβα… ξέρετε, εκεί, στη Στάση Λυσσιατρείου… και «η αλήθεια» η «πάντα καθυστερημένη» έφθασε στην ώρα της.

Σημειώσεις:

1. Αντώνη Ζέρβα, «Ένα σημείωμα με αφορμή το αυτοβιογραφικό τού σύγχρονου Γάλλου ιστορικού», ηλεκτρονικό Φρέαρ

2. «…Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν .Έτυχε / να’ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί» [ Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Κίχλη, Α΄ «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» σ. 219, Ίκαρος, ένατη έκδοση].

3. Το απόσπασμα αντλήθηκε από το εξαιρετικό κείμενο του Νίκου Σκοπλάκη «Ξαναδιαβάζοντας τον Αλέξανδρο Κοτζιά» στο διαδικτυακό περιοδικό Ο Αναγνώστης ,Περιοδικό για το Βιβλίο και τις Τέχνες.

[Κεντρική εισήγηση που εκφωνήθηκε στις 4 Απριλίου 2019, κατά την πρώτη βραδιά του κύκλου μηνιαίων συζητήσεων της «Περισπωμένης», με θέμα «Τι είναι ποίηση σήμερα, πέραν του αρέσει δεν μου αρέσει;».]

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη