Το θέατρο στη Ζάκυνθο τον 19ο αιώνα. Μουσική ζωή και λαϊκά θεάματα, τόμ. Α1/Α2, εκδ. Πλέσσας, 2017.
Με τη μεστή και ευρύτατη εργασία του, ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης μας δίνει όχι μόνο την πυκνή χαρτογράφηση του πολιτισμικού αποτυπώματος της Ζακύνθου, αλλά και ένα εργαλείο ενώ ταυτόχρονα μας προκαλεί να κοιτάξουμε εκ νέου τη θέση της Ζακύνθου στον πολιτιστικό ορίζοντας της ιστορίας.
Θα έλεγα, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής με κίνδυνο να χάσω την αίσθηση του μέτρου, πως διαβάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας του Διονύση Ν. Μουσμούτη, τόσο για τη θεατρική και μουσική ζωή της Ζακύνθου όσο και για την ιταλική περίοδο του Παύλου Καρρέρ, αισθάνομαι ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής για την ίδια την ιστορία όχι μόνο της Ζακύνθου αλλά και των Επτανήσων. Το λέει εύστοχα και χωρίς περιστροφές, ο καθηγητής Βάλτερ Πούχνερ στον πρόλογό του σημειώνοντας πως μετά την έκδοση του Θεάτρου στη Ζάκυνθο τον 19ο αιώνα, «η ιστορία του επτανησιακού θεάτρου πρέπει στο μέλλον να ξαναγραφεί, όπως άλλωστε και η ιστορία της όπερας στον ελληνόφωνο χώρο».
Αυτό που λέει με τόση σαφήνεια ο Βάλτερ Πούχνερ είναι ότι υπάρχει πλέον η ανάγκη μιας νέας αφετηρίας και ενός βαθύτερου προβληματισμού για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ζακύνθου. Και γι’ αυτό αλλά και για πολλούς ακόμη λόγους, θεωρώ πως η εργασία και η προσφορά του Μουσμούτη ξεπερνά τα ήδη ευρύτατα όρια της θεματικής του και εξακοντίζεται σε πεδία που έχουν να κάνουν όχι μόνο με τη θεατρική και μουσική κίνηση στη Ζάκυνθο πριν από πολλές δεκαετίες, αλλά και με μια βεντάλια ζητημάτων που αγγίζουν όψεις κοινωνικής συγκρότησης, πολιτισμικού αυτοπροσδιορισμού αλλά και ψυχικής γεωγραφίας. Όψεις δηλαδή που αποτελούν και σήμερα αντικείμενο έρευνας και ευρύτερων θεωρητικών και πρακτικών συσχετισμών.
Κάθε έργο που ανασυστήνει έναν κόσμο, πόσω μάλλον έναν κόσμο που γνωρίζαμε αποσπασματικά, εκ των ενόντων και με μεγάλες δόσεις ανακρίβειας και παραλείψεων, τολμά παραλλήλως να οργανώσει και μία πρόταση. Και η πρόταση αυτή είναι η αλλαγή του βλέμματος. Η μεταβολή αυτή από μόνη της είναι μία ύψιστη λειτουργία, πολιτικής υφής, αλλά και ένα εφαλτήριο για ενδοσκόπηση και εξωστρέφεια.
Με το έργο του, ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης καθώς ακτινογραφεί την κοινωνία της Ζακύνθου, εμμέσως πλην σαφώς παρακινεί για μία μεγαλύτερη εξωστρέφεια που ορίζεται πλέον από την αυτοσυνειδησία. Το μεγάλο έργο για το θέατρο και τη μουσική στη Ζάκυνθο συσπειρώνει μια μακρά διαδρομή και μπορεί να κατευθύνει πλέον την τοπική ιστορία σε ένα εύρος γεωπολιτικών και πολιτισμικών συσχετισμών.
Είναι μία παράμετρος, που εμμέσως θίγει και ο Βάλτερ Πούχνερ. Πώς, δηλαδή, η περιορισμένη αναλυτική ματιά του παρελθόντος είχε παρασύρει ή είχε εγκλωβίσει την πολιτισμική ιστορία της Ζακύνθου και των Επτανήσων σε αναγνώσεις μονοκαλλιέργειας ή ηθογραφικής ιδιαιτερότητας. Η ματιά αυτή του παρελθόντος, για την οποία ευθύνονται πολλοί, και όσοι είχαν άγνοια αλλά και όσοι είχαν γνώση, σταδιακά απομακρύνεται και απελευθερώνει χώρο για νέα ερευνητικά εργαλεία.
Ο Μουσμούτης με την ενδελεχή έρευνά του σε ελληνικά και ιταλικά αρχεία οργανώνει εκ νέου τον χάρτη. Μας μεταφέρει σε ένα κανάλι πολιτισμικής ώσμωσης, κομμάτι του οποίου ήταν η Ζάκυνθος και τα Επτάνησα αλλά και εν μέρει και κατ’ επέκταση και η Δυτική Ελλάδα (που από την αρχαιότητα και τους μεσαιωνικούς χρόνους ήταν στραμμένη στις συναλλαγές της με την Ιταλία, όπως φαίνεται στην Αρχαία Μεσσήνη αλλά και στην Ήπειρο). Το πεδίο επιρροής του ιταλικού πολιτισμού, κυρίως μέσα από το θέατρο και τη μουσική, και δευτερευόντως μέσα από τις καλές τέχνες, την αρχιτεκτονική και τη γλώσσα, είναι μεγάλο, εκτείνεται όχι μόνο προς ανατολάς αλλά και προς δυσμάς και προς βορά και προς νότο. Αλλά είναι σε όλη την περιοχή ανατολικά της Ιταλικής Χερσονήσου, από τα νότια άκρα της άλλοτε Αυστροουγγαρίας ως τη Μαύρη Θάλασσα και τις ακτές της Εγγύς Ανατολής, που η ιταλική πολιτισμική διείσδυση είναι αποδεκτή από την εποχή ήδη των Ρωμαίων.
Μέσα σε αυτό το ευρύτατο και πανάρχαιο γεωπολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο, ο διάδρομος που ορίζει η Αδριατική και το Ιόνιο έχει κομβική σημασία. Είναι ο πλησιέστερος πολιτισμικά γεωγραφικός χώρος στην Ιταλική Χερσόνησο και διαχρονικά είναι η πύλη και το όριο των δύο κόσμων που συνθέτουν τη Δύση και την Ανατολή της Ευρώπης. Σε αυτήν την τομή, τα Επτάνησα δεν είναι απλώς γέφυρα αλλά προσφέρουν μία πολιτισμική ενότητα, ευδιάκριτη, δυναμική και ανοικτή σε επιρροές.
Σε κανένα σημείο της μελέτης του, ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης δεν επιχειρεί να εξωραΐσει την κοινωνία της Ζακύνθου, ούτε προσπαθεί να δικαιολογήσει καθυστερήσεις, έριδες ή σημάδια οπισθοδρόμησης. Άλλωστε είναι μια επιστημονική ματιά και ως τούτη δεν μπορεί παρά να παραθέσει στοιχεία και να οργανώσει σχήματα συσχετισμών. Ωστόσο, ακόμη και αν δεν το επεδίωκε, τα στοιχεία της έρευνάς του μιλούν για έναν ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας με την ιταλική καλλιτεχνική ζωή, που αποτελούσε βραχίονα και βασικό μοχλό επιρροής για την κοινωνία της Ζακύνθου. Η Ζάκυνθος, παρόλη την πολιτισμική ιδιομορφία της, την εθνική της συνείδηση, και την τοπική της παράδοση, αποτελεί επί αιώνες τμήμα μιας ευρύτερης πολιτισμικής ενδοχώρας ανατολικά της Ρώμης και του Μιλάνου, μίας ενδιάμεσης γης που έδενε τα ελληνορωμαϊκά στοιχεία αβίαστα και φυσικά.
Αν δει κανείς τον ευρύτερο χάρτη, και αυτό προκύπτει επίσης από την έρευνα του Μουσμούτη, ο αστικός πολιτισμός δημιουργούσε εστίες στο νέο ελληνικό βασίλειο με πολλά στοιχεία από την πολιτισμική ώσμωση που παρατηρείται τον 19ο αιώνα στη Ζάκυνθο, πριν και μετά την ενσωμάτωση των Επτανήσων. Η Πάτρα, η Ερμούπολη και φυσικά, η Αθήνα αλλά και μεγάλα κέντρα της Ανατολής με ελληνικό και ανάμεικτο πληθυσμό, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη ή η Αλεξάνδρεια, υποδέχονται την ιταλική αντίληψη του μουσικού θεάτρου. Η ιταλική καλλιτεχνική ζωή όπως εκφραζόταν από τα μπουλούκια ως τις ακριβές παραγωγές όπερας ήταν εξαγώγιμο είδος σε όλη την περίοδο της νεότερης ιστορίας και αποτελούσε ένα τρόπο πολιτιστικής υπεροχής σε μία ευρύτατη περιοχή από τα ομοιογενή Επτάνησα ως τις πολυεθνικές πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου.
Αλλά τα Επτάνησα, υιοθετούν τον ιταλικό τρόπο, ή μάλλον προτείνουν τον επτανησιακό τρόπο ψυχαγωγίας ως αποτέλεσμα αυτής της ώσμωσης. Είναι η μεγάλη διαφορά, και ένα μοναδικό στον ελληνικό χώρο επίτευγμα παραγωγής ενός τοπικού ιδιώματος αστικού πολιτισμού. Αυτή η ιδιαιτερότητα της Ζακύνθου αποτυπώνεται στην εξαντλητική έρευνα του Διονύση Ν. Μουσμούτη, που αναδεικνύει το νησί όχι μόνο ως σταθμό ή ως περιφερειακό κέντρο, αλλά ως μήτρα υποδοχής και παραγωγής.
Κρατώ την υποσημείωση ότι για λόγους οικονομίας στο θαυμαστό θέατρο της Ζακύνθου, σε σχέδια Τσίλλερ, χρησιμοποιήθηκαν φθηνότερα υλικά, γεγονός που οδήγησε στον μοιραίο τραυματισμό του. Μπορεί να είχε καταρρεύσει ούτως ή άλλως αλλά αυτή η καταστροφή αποκτά και ένα τραγικό συμβολισμό για την πορεία της Ζακύνθου.
Υπάρχει πολιτιστική μοναδικότητα σε αυτόν τον τόπο. Είναι κάτι το σπουδαίο, κάτι το όχι προφανές, είναι συγκινητικό όσο και μεγαλειώδες. Η Ζάκυνθος ως τόπος ξεχωριστός, ως τόπος μιας ιδιαίτερης πολιτισμικής ώσμωσης, αλλά και ένας τόπος που έχει χρέος απέναντι στο μέλλον, προβάλλεται διαχρονικά στο έργο του Διονύση Ν. Μουσμούτη. Αλλά, εν προκειμένω, στο έργο για το Θέατρο στη Ζάκυνθο, ξεπέρασε ακόμη και τον ίδιον του τον εαυτό.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Στη φωτογραφία: Ζάκυνθος 1949 – Το Δημοτικό Θέατρο, έργο του Ερνέστου Τσίλερ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]