frear

Για την «Πλατεία Ambiorix» της Ελένης Λάππα-Οικονόμου – γράφει ο Κώστας Μπαλάσκας

Ελένη Λάππα – Οικονόμου, Πλατεία Ambiorix, εκδ. Οσελότος 2018.

Παρουσιάζοντας το βιβλίο της Ελένης Λάππα-Οικονόμου αρχίζω από το εξώφυλλο, που συνιστά τρόπον τινά προεξαγγελτική οπτικοποίηση του περιεχομένου: το εξώφυλλο είναι χωρισμένο στα δύο με μια οριζόντια διαχωριστική ζώνη στη μέση, στην οποία αναγράφεται ο τίτλος Πλατεία Ambiorix. Στο κάτω μέρος η φωτογραφία παρουσιάζει την εν λόγω πλατεία, κεντρική πλατεία των Βρυξελλών, που φέρει το όνομα ενός παλιού βασιλιά των Βέλγων-Γαλατών, ενώ διακρίνεται και ένα τμήμα της πόλης. Κάπου εκεί βρίσκεται και η κατοικία της ηρωίδας του μυθιστορήματος. Στο άνω μέρος του εξωφύλλου είναι μια άλλη φωτογραφία που δείχνει ένοπλους άνδρες, προφανώς αντάρτες, να σκαρφαλώνουν σε βραχώδη υψώματα σαν τα γίδια.

Σημειολογικά λοιπόν και από το εξώφυλλο μόνο κρίνοντας το βιβλίο εικάζει κανείς ότι πρέπει να είναι διπλό βιβλίο σαν το Διπλό βιβλίο του Χατζή, ας πούμε. Και είναι πράγματι. Το διπλό βιβλίο του Χατζή κινείται στο ξυλάδικο του Βόλου και στη Στουτγκάρδη της Γερμανίας και έχει να κάνει με τη μετανάστευση και τους μετανάστες. Το διπλό βιβλίο της Ελένης Λάππα-Οικονόμου κινείται ανάμεσα στις Βρυξέλλες και στα Γιάννενα και έχει να κάνει με μια ‘’αληθινή’’, κατά δήλωση της συγγραφέως, ιστορία του ελληνικού Εμφύλιου εγκιβωτισμένη, αμπαλαρισμένη σε σύγχρονο ευρωπαϊκό περιβάλλον.

Πρέπει να πω από την αρχή κιόλας ότι θεωρώ ευρηματική την ιδέα της μυθοπλαστικής σύνθεσης –δύο σε συσκευασία ενός. Με τον τρόπο αυτό η συγγραφέας αντί να μας δώσει μια ακόμα ιστορία του εμφύλιου (ενώ προσπαθούμε να επουλώσουμε την τραυματική αυτή εμπειρία μας), μας έδωσε ένα πολύ ευρύτερο και σύγχρονο ευρωπαϊκό πλέον μυθιστόρημα, που μπορεί να σταθεί, να μεταφραστεί και να διαβαστεί σε οποιαδήποτε χώρα, διεθνοποιώντας μάλιστα και τον ελληνικό Εμφύλιο, έστω στον απόηχο και στις συνέπειές του, που δεν παύουν όμως να σημαδεύουν το δικό μας παρόν και σε κάποιο βαθμό να το εξηγούν. Επιπλέον πρέπει να πω από την αρχή ότι η μυθοπλαστική σύνθεση και σύνδεση των δύο ιστοριών έγινε με πολύ επιτυχημένο τρόπο.

***

Μπαίνοντας τώρα μέσα στο μυθιστόρημα, μεταφερόμαστε στο έτος 1992 και βλέπουμε μια σαραντάρα φιλόλογο καθηγήτρια με καταγωγή από τα Γιάννενα, την Ελεονόρα, να βρίσκεται στις Βρυξέλλες (πλατεία Ambiorix) όπου ο σύζυγός της Στέφανος Καλλέργης εργάζεται ως ανώτερος υπάλληλος, απεσπασμένος από την Ελλάδα στην τότε ακόμη ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα). Μαζί είναι και ο γιος τους Ιάσονας, που φοιτά στο διεθνές Ευρωπαϊκό Σχολείο των Βρυξελλών. Στις Βρυξέλλες η Ελεονόρα, προφανώς απεσπασμένη κι αυτή, διδάσκει ελληνικά σε σχολεία ‘’μητρικής γλώσσας’’ σε ελληνόπουλα δεύτερης και τρίτης γενεάς μεταναστών που δούλεψαν κυρίως στα ανθρακωρυχεία (στου Βελγίου τις στοές, που λέει και το τραγούδι) και τελικά κάποιοι έμειναν εκεί. Τα παιδιά φοιτούν βέβαια σε βελγικά σχολεία και στις ελεύθερες μέρες τους (Τετάρτη απόγευμα και Σάββατο) μαθαίνουν ελληνικά, για να μη χάσουν την επαφή με την πατρίδα, που συνήθως την επισκέπτονται τα καλοκαίρια. Παρένθεση: Οι αναγνώστες που γνωρίζουν τη συγγραφέα, την Ελένη, θα αντιληφθούν ότι στην αφήγηση μπαίνουν αυτοβιογραφικά στοιχεία και ότι η Ελεονόρα είναι σε κάποιο βαθμό περσόνα της Ελένης, ένα μυθιστορηματικό alter ego της. Όσοι όμως δεν γνωρίζουν τη συγγραφέα, θα δουν την Ελεονόρα ως κεντρική ηρωίδα ενός μυθιστορήματος. Κλείνει η παρένθεση. Την ιστορία πάντως την αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο ένας παντογνώστης αφηγητής σχεδόν ταυτισμένος με την ηρωίδα. Θέλω να πω ότι οι τρεις παράγοντες του μυθιστορήματος (συγγραφέας, αφηγητής, ήρωας) είναι εδώ πολύ κοντά μεταξύ τους, η σχέση τους είναι πολύ στενή, γεγονός που δίνει στο μυθιστόρημα ενότητα και συνοχή διευκολύνοντας και την ανάγνωσή του.

Η Ελεονόρα προσπαθεί να προσαρμοστεί στο νέο της περιβάλλον και να οργανώσει τη ζωή της μέσα στις διαφορετικές συνθήκες, νοοτροπίες, συμπεριφορές όχι μόνο των Βέλγων αλλά και των άλλων Ελλήνων που εργάζονται σε υπηρεσίες της ΕΟΚ και με τους οποίους αναγκαστικά η οικογένειά της συναναστρέφεται. Εκτός των άλλων πρέπει να ανταποκρίνεται και στις κοσμικές υποχρεώσεις, κάτι που είναι έξω από τον δικό της τρόπο ζωής και από τον χαρακτήρα της, αλλά μέσα στις υπηρεσιακές υποχρεώσεις του συζύγου της. Έξοδοι και γεύματα με Υπουργούς αλλά και κοσμικές συγκεντρώσεις, δεξιώσεις με παρουσίες και επιδείξεις που δίνουν την ευκαιρία στην Ελεονόρα να κάνει τις δηκτικές παρατηρήσεις της για αρχοντοχωριάτικες, νεοπλουτίστικες, σουσουδίστικες συμπεριφορές της ελληνικής εοκικής ελίτ –ένα θέμα σχετικά ανεξερεύνητο. Αυτός λοιπόν είναι ο τόπος και αυτή είναι η ηρωίδα του μυθιστορήματος, ενώ ο χρόνος καλύπτει τη διετία 1992-93. Ο χρόνος που γίνονται τα γεγονότα δηλαδή, ο χρόνος του παρόντος της ιστορίας, διότι ο χρόνος της αφήγησης, ο αφηγηματικός χρόνος, μας πηγαίνει πολύ πίσω, στον Εμφύλιο. Η μια ιστορία πάντως, η ιστορία του παρόντος –ας την πούμε η βρυξελλιώτικη– κυλάει ομαλά στον παρόντα τόπο και χρόνο, με τις οικογενειακές, υπηρεσιακές, κοινωνικές σχέσεις και υποχρεώσεις του ζεύγους Καλλέργη, με τις ποικίλες περιγραφές χώρων πολιτισμού (από επισκέψεις), τοπίων και αξιοθέατων (από εκδρομές), προσώπων (από νέες ή παλιότερες γνωριμίες), ενώ παράλληλα το μυθιστόρημα μας δίνει πολλές και διάφορες πληροφορίες (ιστορικές, φιλολογικές, αρχαιολογικές, εκπαιδευτικές κ.ά.) όλες πάντως οργανικά ενταγμένες και ενδιαφέρουσες, ποτέ ανούσιες ή σχολαστικές.

Παράλληλα ωστόσο, από την πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου και σαν να προοικονομείται το κέντρο βάρους, ένα αίσθημα, οιονεί ερωτικό, φυτρώνει αφυπνίζοντας τον λανθάνοντα μποβαρισμό και τη διαφαινόμενη φιλαρέσκεια της ηρωίδας, αίσθημα που καθ’ οδόν βιώνεται με αυξανόμενη ένταση –ψυχική εννοείται και μην πάει ο νους σας αλλού, η κορύφωσή του φτάνει ως ένα απελπισμένο φιλί. Η συγγραφέας πάντως παρουσιάζει με δαντελένιες πινελιές τα ανάμεικτα συναισθήματα επιθυμίας και ενοχής της Ελεονόρας, που για να δικαιολογήσει το αίσθημά της στον εαυτό της φαντασιώνεται (ή μήπως ανέχεται;) ανάλογες και πολύ πιο προχωρημένες απιστίες του συζύγου της με μια ‘’κοκκινομάλλα Ιρλανδέζα’’ συνάδελφό του. Όπως και να έχει, το αίσθημα αυτό, έστω και βασανιζόμενο, συνοδεύει το μυθιστόρημα σε όλη τη διαδρομή του και συνιστά δομικό στοιχείο του.

Το έτερο σκέλος του αμοιβαίου βέβαια αισθήματος που αναπτύσσεται είναι ένας διάσημος καθηγητής στο Κέιμπριτζ, κλασικός φιλόλογος, ελληνιστής, με ελληνική (Ηπειρώτικη) καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του, με την οποία ζει, ενώ έχει και μια κόρη από πρότερο γάμο του, η οποία ζει στην Αμερική. Αυτός ονομάζεται Τηλέμαχος και η μητέρα του Νίκη. Το επώνυμό του είναι Μπάξτερ, αλλά ο Άγγλος πατέρας του, Μπεν Μπάξτερ, έχει πεθάνει. Το συνδετικό στοιχείο των δύο ιστοριών του βιβλίου είναι η μητέρα του Τηλέμαχου, η Νίκη, από την ηπειρώτικη (Γιαννιώτικη) καταγωγή της οποίας περνάμε στην άλλη ιστορία, αυτή που εικονίζεται στο άνω τμήμα του εξωφύλλου του βιβλίου. Η δεύτερη ιστορία συνδέεται με τον Εμφύλιο στην Ήπειρο και πιο συγκεκριμένα με τη μάχη της Κόνιτσας (25 Δεκεμβρίου 1947), την πιο σημαντική ίσως μάχη – σύγκρουση μεταξύ του εθνικού και του δημοκρατικού λεγόμενου στρατού. Οι κομμουνιστές και ο Μάρκος Βαφειάδης ήθελαν να κάνουν την Κόνιτσα πρωτεύουσα του δικού τους κράτους αλλά ηττήθηκαν στη μάχη και κατέφυγαν στον Γράμμο, όπου και η τελική φάση του Εμφύλιου.

Στα Γιάννενα, λοιπόν, πλέκεται η δεύτερη ιστορία του μυθιστορήματος, κατά τις μέρες της μάχης της Κόνιτσας και αργότερα. Μια ιστορία πολύ σκληρή και πολύ ανθρώπινη, όπου εναλλάσσονται η αγριότητα με την ανθρωπιά, το μίσος και η κακία με τον έρωτα και τη θυσία, η βία και ο θάνατος με τη ζωή και την αγάπη. Καλά κρυμμένα μυστικά, πάθη και μίση, δολοπλοκίες και ίντριγκες, πατεράδες- αφέντες που καθορίζουν κατά βούληση με τρόπο αυταρχικό και απόλυτο τη ζωή των παιδιών τους και κυρίως των θηλυκών, ποικίλες πληροφορίες για τη ζωή και τα ήθη της κοινωνίας του καιρού περνούν στην αφήγηση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σαν μικροϊστορίες, όλες δυνατές και σημαίνουσες. Δεν θα πω βέβαια την ιστορία που θα ήταν σα να καταστρέφω το μυθιστόρημα ή σαν να αποκαλύπτω από την αρχή τον δολοφόνο σε ένα αστυνομικό έργο, διότι πράγματι η ιστορία είναι σημαντική και πολυδιάστατη και πράγματι η αφήγησή της έχει σασπένς. Θα επαναλάβω ότι αυτή η ιστορία είναι εγκιβωτισμένη μέσα στη βρυξελλιώτικη, όπως οι περιπέτειες του Οδυσσέα είναι εγκιβωτισμένες στην Οδύσσεια και τις αφηγείται ο ίδιος ο Οδυσσέας στους Φαίακες.

Ο εγκιβωτισμός και η σύνθεση προωθούνται με μια όντως αξιοθαύμαστη τεχνική αλληλοδιείσδυσης των δύο ιστοριών, αλλά η συνένωση συντελείται κυρίως με δυο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις γραπτού λόγου, με τα δυο χειρόγραφα δηλαδή, τα οποία εντάσσονται μεν ομαλά στην πλοκή μοιάζουν όμως και σαν παρέμβαση από μηχανής θεού, στην προώθηση της λύσης. Η συγγραφέας χτίζει σοφά και μεθοδικά, πέτρα-πέτρα, σαν τους ηπειρώτες πετράδες, την πλοκή ως την τελική αναγνώριση (= την εξ αγνοίας εις γνώσιν μεταβολή, κατ’ Αριστοτέλη) και την ολική ανατροπή με την αποκάλυψη της αλήθειας που ίσως δεν είναι τυχαίο ότι συντελείται στον ναό του Αγίου Διονυσίου στην οδό Σκουφά και απέναντι από το Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου η συγγραφέας εργάστηκε ως καθηγήτρια. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική (ευθύγραμμη) αλλά εκτρέπεται, διαπλέκεται και επιβραδύνεται με αιφνίδιες διακοπές, με την παρεμβολή –δίκην επεισοδίων– γεγονότων της τρέχουσας ζωής και της καθημερινότητας ή αναδρομικών μικροαφηγήσεων, καθώς και με παρατηρήσεις, σκέψεις, σχόλια. Εδώ πρέπει να σημειώσω και τις δυνατές εικόνες που ζωντανεύουν την αφήγηση, μεγάλα πλάνα πρόσφορα και για φιλμική αφήγηση. Οι τόποι στους οποίους εκτυλίσσεται η αφηγηματική δράση είναι οι Βρυξέλλες και το Κέιμπριτζ από την ευρωπαϊκή πλευρά, η Αθήνα και τα Γιάννενα από την ελληνική. Τα πρόσωπα γύρω από την κεντρική ηρωίδα είναι ο σύζυγος Στέφανος, ο γιος Ιάσονας, που ζει την εφηβεία του και έχει μια φιλεναδίτσα από το διεθνές περιβάλλον του Ευρωπαϊκού Σχολείου, ο συμπρωταγωνιστής Τηλέμαχος και η μητέρα του Νίκη, δια της οποίας συνδέονται το Κέιμπριτζ με τα Γιάννενα, οι Βρυξέλλες με τον Εμφύλιο και το τώρα με το τότε. Μετέχουν επίσης, περισσότερο ή λιγότερο, και πολλά άλλα πρόσωπα, οι χαρακτήρες των οποίων διαγράφονται άλλοτε με ζωηρά και άλλοτε με αχνά χρώματα. Πιο καθαρά και ζωντανά υφαίνεται ο χαρακτήρας της Ελεονόρας.

***

Το μυθιστόρημα της Ελένης Λάππα-Οικονόμου Πλατεία Ambiorix, χωρισμένο σε τέσσερα άνισα στην έκτασή τους μέρη και σε τριανταέξη κεφάλαια-ενότητες είναι καλογραμμένο, με ωραία ελληνικά, ο λόγος του ρέει άνετα, η ανάγνωσή του κυλάει απρόσκοπτη και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα του. Οι έντονες αντιθέσεις (τα συναισθήματα της καλοσύνης και της αγάπης που κυριαρχούν στη ζωή της οικογένειας Καλλέργη κάνουν κοντράστ με την αγριότητα των ηθών του παρελθόντος) και οι συχνές εναλλαγές στον τρόπο της αφήγησης (περιγραφές, πληροφορίες, διάλογοι, παρατηρήσεις και σκέψεις δοκιμιακού τύπου για διάφορα ζητήματα) κρατούν την προσδοκία του αναγνώστη σε εγρήγορση για την επερχόμενη έκπληξη. Στο κέντρο του μυθιστορήματος πάντως δεσπόζει ο Εμφύλιος. Οι βασικοί ήρωες προέρχονται από τον Εμφύλιο. Αυτοί που τον έζησαν, η πρώτη γενεά (Νίκη, πατέρας της Ελεονόρας) πεθαίνουν. Τα παιδιά τους, η δεύτερη γενιά (Τηλέμαχος, Ελεονόρα) έχουν αποστασιοποιηθεί. Ο Τηλέμαχος, αν και Τηλέμαχος του Φενελόν και όχι του Οδυσσέα, δε φαίνεται να αναζητά τον πατέρα του ούτε να έχει ιδέα για όσα συνέβησαν στη μητέρα του. (Γιατί τόση άγνοια και αδιαφορία;). Της Ελεονόρας εξάλλου το ενδιαφέρον για τον Εμφύλιο φαίνεται στο ξεκίνημά του να είναι μάλλον επιστημονικό, ιστορικό. Στην πορεία όμως, κλιμακωτά και με κορύφωση στο τέλος, θα διαπιστώσουν με τρόπο δραματικό ότι από τον Εμφύλιο είναι και οι δυο τους ανεξίτηλα σημαδεμένοι. Θα λέγαμε, διευρύνοντας, ότι από τον Εμφύλιο είμαστε λίγο πολύ όλοι σημαδεμένοι και αυτό θα μπορούσε ίσως να είναι το βαθύτερο νόημα του μυθιστορήματος. Όσο κι αν θέλουμε να εκσυγχρονιστούμε, ο Εμφύλιος μας κρατάει απ’ το μανίκι.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη