frear

Για «Το κελαηδιστό πουκάμισο» του Βασίλη Ζηλάκου – γράφει η Κλεοπάτρα Λυμπέρη

Η ελαφρότητα σαν κατάσταση του είναι

Η ομορφιά για μια στιγμή θα περάσει από κοντά μας.
Tζων Κητς, Ωδή σε ένα αηδόνι

savedimages3Το γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κατευθυνόμενο όνειρο, σημειώνει ο Μπόρχες. Στην τρίτη του ποιητική συλλογή, ο Βασίλης Ζηλάκος μας μεταφέρει εικόνες του δικού του ονείρου, δίνοντας το στίγμα ενός λεπταίσθητου πνεύματος που δεν διαπερνάται από το θόρυβο του άστεως και του σύγχρονου πολιτισμού. Ο κόσμοι του, σχεδόν άδειοι από τον παρόντα χρόνο, αντανακλούν πάνω σε έναν θαμπό καθρέφτη την περίοδο εκείνη, όπου ο άνθρωπος κατοικούσε μια απλή ζωή συμπληρωμένη από το μεταφυσικό της πρόσημο.

Στο ανά χείρας βιβλίο, αναγνωρίζει κανείς ένα αυθεντικό αίσθημα και μια αυθεντική εσωτερικότητα, η οποία δεν σχετίζεται με την ατομική ψηλάφηση του εγώ. Ο Ζηλάκος δεν ανήκει στους λεγόμενους «ποιητές της πόλης», τους αποξενωμένους από το φυσικό περιβάλλον και τη μυθολογία του. Ταξιδεύει σε ένα ήσυχο, σχεδόν ακίνητο σύμπαν (της φύσης, της γλώσσας, του αισθήματος), ιδρύοντας έναν χρόνο καθαρά μεταφυσικό, μέσα από τον οποίο του χαρίζονται άλλοι τόποι, ευγενικοί, αέρινοι, απροσδιόριστοι, αποκαθαρμένοι. Εκεί σε αυτούς του κόσμους παρουσιάζεται η λάμψη του ίδιου του Ιερού αλλά και η υποφώσκουσα ανθρώπινη κατάνυξη μπροστά στο θαύμα της ύπαρξης: Σε καιρό βροχής, τραγουδάμε πάντα στα λουλούδια./Ύστερα τίποτε. Μονάχα δυό-τρεις αλλιώτικες/ μα ακριβείς μεταφορές στα χέρια κάποιου/που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ./ Κι ο καιρός κανενός.

Διαβάζοντας κανείς το Κελαηδιστό Πουκάμισο, ακούει τη φωνή ενός αηδονιού μέσα σε ήμερη, μελαγχολική χλωρίδα, ανάλογη με εκείνη που συναντάμε στο ποίημα του Κητς, Ωδή σε ένα αηδόνι. Είναι φανερή η συγγένεια του Β.Ζ. με τους ρομαντικούς ποιητές και τη μυστικιστική τους αντίληψη για την ενότητα των κόσμων. Στο δοκίμιό του «Περί της Ποιήσεως ή της Τέχνης» ο Κόουλριτζ (επηρεασμένος από τις γνωστές θεωρίες του Φρίντριχ Σέλινγκ, ρομαντικού φιλόσοφου του γερμανικού ιδεαλισμού) γράφει για τη νεοπλατωνική έννοια της natura naturans (της δημιουργού-φύσης) η οποία δεν υπάρχει μόνο στα πράγματα του εξωτερικού κόσμο αλλά και στον ανθρώπινο νου. «Ο καλλιτέχνης οφείλει να αντιγράψει όχι τη natura naturata (τη δημιουργημένη φύση) αλλά την ουσία που ενυπάρχει στο πράγμα», σημειώνει ο Κόουλριτζ. Αισθάνομαι ότι στην παρούσα συλλογή, το ποιητικό υποκείμενο υπηρετεί αυτόν ακριβώς τον τρόπο του ρομαντικού βλέμματος: μετέχει συνειδητά στην Όλη ζωή, ως φυσικό στέλεχος του οργανικού κόσμου.

Ο Β.Ζ είναι ο αθώος μοναχός που προσεύχεται αδιαλείπτως στην ομορφιά, όχι γιατί τη βλέπει μπροστά του και την αναπαράγει, αλλά γιατί την παρακολουθεί να ζει και να ξετυλίγεται μέσα του. (Η μετάβαση από το εμπειρικό στο διαισθητικό ιδεώδες, αν και απασχόλησε κυρίως τους ρομαντικούς ποιητές, νομίζω εξακολουθεί να ενδιαφέρει πολλούς δυτικούς καλλιτέχνες σήμερα. Σχετικά με αυτό, ο Ερβιν Πανόφσκι έχει γράψει: Ο Γκρέκο, καθώς λέγεται, «συχνά αρνιόταν να βγει από ένα σκοτεινό δωμάτιο, γιατί το φως της ημέρας διατάρασσε το εσωτερικό του φως».)

Είναι φανερό ότι μέσα από το βλέμμα του ποιητή-αναχωρητή, ο «κανονικός κόσμος» παραμερίζεται εδώ, για να αποκαλυφθεί ο εσωτερικός χώρος του προσευχόμενου, ο τόπος και ο χρόνος του καθαρού πνεύματος. Αυτός ο χωρόχρονος όμως, στην αντίληψη του Ζηλάκου, είναι συνδεδεμένος μόνο με τον ασκητισμό των αγίων και των μοναχών και όχι με τον εγκόσμιο άνθρωπο, ο οποίος έχει απολέσει την αυθεντική ομιλία και όλες σχεδόν τις μεταφυσικές του ανησυχίες. Έτσι, ο προσευχόμενος ποιητής καταθέτει για χάρη μας τη δική του μεταφυσική σκευή, αποκαθιστώντας μέσα στον σημερινό χρόνο της απομάγευσης και του απομονωμένου υποκειμένου, τον παλιό χρόνο των θαυμάτων : Άλλωστε από τη μεριά μου έρχονται τα πουλιά./Άκουσε, άκουσε το τραγούδι τους : /Ψιθυρίσματα των πραγμάτων/ εξιστορήσεις των ανθρώπων και των αγγέλων/ βέλη της αγάπης που δέχεσαι γυμνός.

Επιπλέον, η «αναχωρητική» γλώσσα του Β.Ζ. εμπεριέχει και το χαρακτηριστικό της μοναστικής ζωής: συγχρωτίζεται με τον θάνατο, όχι ακριβώς αυτόν που προκύπτει από την υπαρξιακή διερώτηση, αλλά εκείνον που αφορά την ηθελημένη νέκρωση του υλικού φρονήματος. Το αίσθημα του θανάτου διασπαρμένο σε ολόκληρη την παρούσα συλλογή, προτάσσει μια στάση άλλοτε ουδέτερη, άλλοτε πενθητική, η οποία συνδέεται βαθύτερα με την ιδιοσυστασία του ίδιου του πνεύματος. Επομένως, αυτό που κάποιος επιπόλαια και πρόχειρα θα ονόμαζε εδώ υπαρξιακή αγωνία, στην πραγματικότητα (κατά την αντίληψή μου πάντα) αποτελεί απλώς την παρουσία του πνεύματος, που ως γνωστόν συνδέεται με τον κόσμο των νεκρών και την «απάθεια» του θείου.

Ο Β.Ζ. πετυχαίνει να συγκροτήσει εμφανώς μια καθαρά ελληνική ταυτότητα και ως προς την ιδιαιτερότητα του «ελληνικού» ύφους (την όσμωση μιας ειδικής πνευματικότητας) αλλά και ως προς τον υλικό διάκοσμο που περιγράφει αυτή τη χώρα. Πηγές, βοσκοτόπια, χωριά, ερημικά μοναστήρια, ρουμάνια, δάση, ξωτικά, αυλές – όλα παρελαύνουν τυλιγμένα στο δροσερό αεράκι μιας ηδύτητας και μιας ιερότητας, της οποίας αντίστοιχα ψήγματα συναντάμε μόνο στους παλιότερους Έλληνες συγγραφείς. Ο απόηχος του δημοτικού τραγουδιού ακούγεται έντονα στο παρόν έργο, με όλες τις λεπταίσθητες συγκινησιακές σημάνσεις του, συμπράττοντας με τις εύγλωττες συνηχήσεις του Ρομαντισμού και την υποβόσκουσα θρησκευτικότητα. Ο Β.Ζ. αναπλάθει το κλίμα του δημοτικού τραγουδιού, όχι μιμούμενος τη φόρμα ή κλέβοντας τους μύθους εκείνου, αλλά επαναφέροντας την ιδιαίτερη αύρα μιας εποχής, όπου το φυσικό και το μεταφυσικό ήταν αρμονικά συνδιαλεγόμενα.

Το μυθικό στοιχείο (ένα άλλο χαρακτηριστικό της ελληνικής ταυτότητας) λειτουργεί επίσης εδώ σαν υποδόριος καμβάς, όπου πάνω του είναι χτισμένη η όλη σύλληψη του Ζηλάκου. Ο ποιητής μας υποβάλλει το ύφος μιας συμβολικής γλώσσας και ταυτοχρόνως τη βαθιά μοναχικότητα του ποιητικού υποκειμένου, μια κατάσταση που, εντούτοις, δεν χαρακτηρίζεται από ερήμωση και σκότος, αλλά από ρέμβη, μελαγχολία, και κάποτε θάμβος μπροστά στο ξετύλιγμα της ζωής, του χρόνου, των εσωτερικών συμβάντων: Και να γιατί πρέπει να φανούμε γενναίοι/προσδοκώντας το ξημέρωμα και τα ουράνια/πανηγύρια, την έκρηξη και τα μικρά θαύματα/ το μίσχο, τα φύλλα και τη ρίζα. Η μυθοποίηση, σαν αναγγελία της αυθεντικής ομορφιάς (η οποία εντούτοις δεν είναι απόκοσμη αλλά κατοικεί στην απλότητα του εσωτερικού/εξωτερικού βίου), προστίθεται όχι μόνο στις αρετές του παρόντος βιβλίου, αλλά και σε ολόκληρο το έργο του έργου του Ζηλάκου.

Ίσως οι πιο ενδιαφέρουσες στιγμές αυτής της συλλογής είναι η εμφάνιση μιας καθαρά αφαιρετικής αντίληψης, η οποία οδηγεί έξω από την κλασική παραστατικότητα, για να δώσει δείγματα παράξενων συλλήψεων: Ν’ αρχίσω λοιπόν! Αλλά όχι/ δεν θα σας μιλήσω, δε θα σας πω τίποτε/ για τον άνθρωπο που πνίγηκε από το κόκκινο αυγό του Πάσχα./ Τι δηλαδή θα θέλατε να μάθετε;/ Ότι πέθανε γιατί του επιτέθηκε το Όλον;

Ο Β.Ζ. δεν παρασύρεται από τις ποιητικές μόδες, εγχώριες και αλλοδαπές, από επίπλαστες μεταμοντέρνες «κατασκευές» που υπηρετούν απλώς την εμμονή της πρωτοτυπίας χωρίς άλλο βαθύτερο έρεισμα. Η αυθεντική φωνή (ανάλογα με το ταλέντο της, φυσικά), υποτάσσεται ελεύθερα στη μεγαλύτερη φωνή που την υπερβαίνει, στην εσωτερική Φωνή-οδηγό. Αυτή η Φωνή δεν φτάνει πάντα εύκολα στον τεχνίτη (ο οποίος δουλεύει με προσήλωση τη φόρμα του και τις λέξεις του, για να σταθεροποιήσει –στερεοποιήσει;– μια «ατομική» έκφραση), διαλέγει όμως εύκολα τον αθώο (ο οποίος υπηρετεί τη «συλλογική» γλώσσα, μέσα από την οπισθοχώρηση της διάνοιας): Είπε τη Δευτέρα η φωνή :/ o εχθρός μου είναι ένα πουλί/ που θέλω να πιάσω και μεμιάς να αφήσω./ Αυτή είναι η δουλειά μου: ν’ αγαπώ.

Κατά την αίσθησή μου, κεντρικός πυρήνας στο παρόν έργο είναι η κατάσταση της Ελαφρότητας, σαν έννοια φιλοσοφική αλλά και σαν ψυχική τάξη που υπονοεί το Είναι. Αυτήν ακριβώς την ελαφρότητα αναζητά (συνειδητά) ο Β.Ζ. και ταυτοχρόνως (ασυνείδητα) τη διαμοιράζει δια των λέξεων, έλκοντάς την από τα βαθύτερα κοιτάσματα του. Το Είναι, ως ζεύγος φωτός/σκότους, ομιλίας/σιωπής, χαράς/λύπης, μυστηρίου/ αποκάλυψης (ένας τόπος συγκερασμένος με την έννοια της ενότητας των κόσμων και του Νοήματος), μας αποδίδεται εδώ σαν κατανυκτικός ήχος καμπάνας που προσκαλεί στον εσπερινό.

Τι είναι, λοιπόν, το Κελαηδιστό Πουκάμισο; Μήπως το πτέρωμα του ποιητή; Ξένοι κριτικοί έχουν γράψει κατά καιρούς για τους «άγριους φυσικούς κελαηδισμούς» του Σαίξπηρ, για το «ξέφρενο κελάηδισμα» του Σπένσερ, για την «αηδονολαλιά» του Κητς. Οι κελαηδισμοί του Βασίλη Ζηλάκου είναι οι φυσικές φωνές ενός κόσμου που απλώνεται πέρα από την ένδεια του ατομικού και του ιδιωτικού, οι φωνές της ειρήνης και της ησυχίας, oι κελαηδισμοί της Όλης ζωής, αλλά και του χαροποιού πένθους της Μεγάλης Παρασκευής, έτσι όπως τη ζει και την εννοεί η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Το Κελαηδιστό Πουκάμισο φοράει τις φωνές της ίδιας της λογοτεχνίας, οι οποίες τρέφουν τον ποιητή, ώστε να επιχειρήσει να μιλήσει τη δική μας συλλογική Φωνή σε μια πιο πνευματική εκδοχή.

[Δημοσιεύτηκε στο περ. Δίοδος της Δράμας, τχ. 8 (Ιούλιος 2015). Ζωγραφική: Abby Diamond.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη