frear

Nathaniel Hawthorne: Το άλικο γράμμα – κριτική της Βίκυς Βασιλάτου

Nathaniel Hawthorne
Το άλικο γράμμα
Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη
Εκδόσεις Μεταίχμιο Pocket, 2015

01564_03Έστεκε, θυμάμαι, ντυμένο στα κόκκινα και με τη ράχη ραγισμένη από τις αναρίθμητες αναγνώσεις. Το πλαισίωναν, εξίσου ταλαιπωρημένα, το The house of the seven gables και το The marble faun*. Η βιβλιοθήκη της αριθμούσε κυρίως βιβλία του 19ου αιώνα. Μου χάρισε εκείνα του Nathaniel Hawthorne, με ένα χαμόγελο, θυμάμαι, να σπάει τα γερασμένα της χείλη, αφήνοντας να διαφανεί πως ήταν ο αγαπημένος της. Τα διάβασα και τα φύλαξα ευλαβικά. Η επανέκδοση του Άλικου γράμματος ήρθε να γυρίσει του χρόνου μου τους δείκτες και, θαρρείς, να μου παραδώσει μια πρό(σ)κληση για μία εκ νέου ανάγνωσή του, στην οποία δεν προσπάθησα καν να αντισταθώ.

«Το τελωνείο»

Προτού προβώ σε μια προσέγγιση του άλικου «Α», αξίζει να σταθώ στο εκτενές και διαφωτιστικό εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα με τίτλο, «Το τελωνείο». Ένα πολυσέλιδο αυτοβιογραφικό κείμενο· ένα σκίτσο της περιόδου που ο Hawthorne εργαζόταν ως επιθεωρητής στο αυτοδύναμο τότε λιμάνι της γενέτειρας πόλης του, το Σάλεμ.

Η περιήγηση στην πόλη, η καταγραφή του χώρου στέγασης και του τρόπου λειτουργίας της υπηρεσίας, προηγούνται της λεπτομερούς προσωπογραφίας των συναδέλφων του, που, λόγω της φύσης της εργασίας τους, απώλεσαν την ενεργό δράση και στάση τους απέναντι στη ζωή, και μεταλλάχτηκαν σε «ξεμωραμένα γερόντια». Ο Hawthorne διατυπώνει με εύστοχους σχολιασμούς την επικινδυνότητα του να τελείς χρέη δημόσιου υπαλλήλου, ενώ αναστοχάζεται και μοιράζεται την ανησυχία του προς το, έως πρότινος, ζητούμενό του: τη συγγραφή. Καταλήγοντας, με πικρία, πως έπαψαν να σημαίνουν ό,τι σήμαιναν για εκείνον «η λογοτεχνία, οι μόχθοι και τα αντικείμενά της». Κι αυτό, μέχρι τη μέρα που θα ανακαλύψει, στο πατάρι του τελωνείου, ένα άλικο «Α».

Το εύρημά του περιέκλεινε ένα ντοκουμέντο του 17ου αιώνα· ένα χειρόγραφο πιστοποιημένο «ως γνήσιο και αυθεντικό» με τον βίο και τα λεγόμενα της Έστερ Πριν. Εν ολίγοις, ένα εξαιρετικά πλούσιο υλικό, κατάλληλο για να πυροδοτήσει ξανά τη συγγραφική φλόγα του Hawthorne. Και, πράγματι, ο συγγραφέας αποτολμά μια πρώτη γραφή, η οποία αποδεικνύεται ατελέσφορη: «Η φαντασία μου ήταν ένας μαυρισμένος καθρέφτης. (…) Η φλόγα που κατάφερα ν’ ανάψω μέσα στην κίβδηλη διάνοιά μου δεν επαρκούσε για να θερμάνει και να κάνει εύπλαστους τους χαρακτήρες της διήγησής μου (…), διατηρούσαν όλη την ακαμψία των πτωμάτων και με κοιτούσαν προκλητικά, κατάματα, με ένα παγερό, αποτρόπαιο μειδίαμα περιφρόνησης».

Η πένα του Hawthorne έχει μουδιάσει, θα τολμούσα μάλιστα να τη χαρακτηρίσω ως νεκρωμένη. Μοναδική διέξοδος από αυτή την ψυχοφθόρα, για έναν συγγραφέα, κατάσταση, όσο παράδοξο κι αν ακουστεί, φαίνεται πως ήταν η ανακοίνωση της απόλυσής του. Μια απόλυση που, όσο αλλόκοτο κι αν ακουστεί, ήρθε ως μάννα εξ ουρανού για εκείνον, γιατί, μπόρεσε να «παλέψει κι αυτός μέσα σε έναν κόσμο που αγωνίζεται ίσως να ξαναβρεί τον εαυτό του και να ξαναγίνει όλα αυτά που ήταν κάποτε»· γιατί, μπόρεσε, με άλλα λόγια, να γράψει και να εκδώσει, το 1850, το μυθιστόρημα που τον καταξίωσε ως έναν από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς συγγραφείς.

Το «Α»

Διαβάζοντας το πρώτο κεφάλαιο του Άλικου γράμματος, ένας, μη υποψιασμένος, αναγνώστης, ίσως να περίμενε πως η εικόνα μιας μοιχαλίδας πάνω σε μια εξέδρα διαπόμπευσης, να ήταν και η αφορμή για μια αφηγηματική αναδρομή στον παρελθόντα αμαρτωλό της βίο. Η τοποθέτηση της αμαρτίας τόσο σε ύψωμα όσο και απέναντι στα μοχθηρά βλέμματα της μικροκοινωνίας Πουριτανών του Σάλεμ, δίνει τα απαραίτητα στοιχεία μιας αφηγηματικής αφετηρίας, αφήνοντας να διαφανεί η κινητήριος δύναμη του κειμένου, που δεν είναι άλλη από το «Α». Ένα άλικο αρχίγραμμα που, όπως δέσποσε στη ζωή του Nathaniel Hawthorne, έτσι δεσπόζει και σε εκείνη των ηρώων του.

Η Έστερ Πριν είναι εκείνη που φέρει πάνω στο στήθος, «σε φίνο κόκκινο ύφασμα και στεφανωμένο από ένα περίτεχνο κέντημα και μια φανταστική καλλιγραφία από χρυσοκλωστή, το γράμμα “Α”». Μια γυναικεία μορφή που έχασε κάθε ίχνος θηλυκότητας και υπάρχει απλά και μόνο λόγω και μέσω του αρχιγράμματος. Αυτό είναι η τιμωρία της, αυτό και η δύναμή της, λησμονώντας, θαρρείς, τη λέξη που κρύβεται πίσω από αυτό. Το «Α», ως αρχίγραμμα του Adultery (μοιχεία στα ελληνικά), ναι μεν στιγματίζει με την παράξενη λάμψη του εκείνη που το φορά, κυρίως, όμως, παρουσιάζεται ως ένα αυτόνομα δεσποτικό -όπως προείπα- σύμβολο, με δική του ξεχωριστή, θαρρείς, οντότητα. Μία ισχυρή πηγή ενέργειας που συντελεί στην αποκάλυψη της βαθύτερης αλήθειας των ηρώων.

Ο Άρθουρ Ντίμσντειλ, χτίζει με το «Α» παρόμοια και, ταυτόχρονα, διαφορετική σχέση από εκείνη της ερωμένης του. Η άμεμπτη ηθική τού αιδεσιμότατου στέκει τόσο υψηλά στα μάτια του ποιμνίου του, όσο βαθιά ριζώνει το μυστικό του στην καρδιά του. Συγκριτικά με τους λοιπούς ήρωες, ο Άρθουρ είναι ο μόνος που μοιράζεται μαζί μας τους πιο μύχιους συλλογισμούς του. Όσο κινείται εντός των σελίδων του Hawthorne, διαπιστώνουμε την ψυχική οδύνη, τη διεξαγωγή μιας κοπιαστικής διεργασίας που θα τον οδηγήσει, εν τέλει, στην παραδοχή της αμαρτίας του, πάνω στην ίδια εξέδρα όπου είχαν, προ επταετίας, ανεβάσει την Έστερ. Εκεί, θα φανερώσει στους εμβρόντητους πιστούς του το δικό του άλικο γράμμα, εκείνο που είναι χαραγμένο κατάσαρκα πάνω στο στήθος του.

Ο Ρότζερ Τσίλινγκγουορθ, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει να συνδέεται με το «Α» μόνον ως απατημένος σύζυγος. Το άλικο γράμμα, όμως, χαράσσει, μέσω τούτου του ήρωα, μια διαφορετική αφηγηματική συνιστώσα από εκείνη της εξιλέωσης, της σωτηρίας, της μετάνοιας, της ενοχής που απαντάται στην Έστερ και τον Άρθουρ. Ο Τσίλινγκγουορθ τρέφεται από τον πόνο που προξενεί το «Α» στον αιδεσιμότατο Ντίμσντειλ, καθώς και από τις ψυχικές του διεργασίες. Το ζητούμενο του σατανικού Ρότζερ δεν είναι να τείνει μία χείρα βοηθείας στον Άρθουρ (όπως θα όφειλε ως θεράπων γιατρός του), μα να συμβάλει -όσο το δυνατό περισσότερο- στην παραμόρφωση της ανθρώπινης πλευράς του πάστορα, εξωθώντας τον στα όριά του και στην φανέρωση του «Α» του.

Η Περλ είναι το βρέφος που κρατούσε στην αγκαλιά της η Έστερ. Η μικρή ηρωίδα σκιαγραφείται ως ένα εξαιρετικά ατίθασο και ατρόμητο πλάσμα, οξύνους και πρόωρα ώριμο. Ένα κοριτσάκι που ταυτίζεται με την μητέρα του και την καθρεφτίζει, φτιάχνοντας με φύκια το δικό του «Α». Είναι η ζωντανή απόδειξη της αμαρτίας που διέπραξε με τον «ιερέα που κρατάει το χέρι του πάνω από την καρδιά του», όπως τον αποκαλεί η μικρή, που θα αρνηθεί πεισματικά να αναγνωρίσει τη μητέρα της όταν θελήσει να απελευθερωθεί από το άλικο γράμμα της. Άλλωστε, όπως προανέφερα, χωρίς το «Α», η Έστερ παύει να υπάρχει. Και μόνον όταν το επανατοποθετήσει στο στήθος της, θα της πει η Περλ: «Τώρα είσαι στ’ αλήθεια η μητέρα μου!».

Δίχως το «Α»

Μια διαφορετική προσέγγιση του Άλικου γράμματος, σαφώς και θα μπορούσε να αναλύσει το δριμύ κατηγορώ του Nathaniel Hawthorne ενάντια στην υποκρισία της θρησκευτικής εξουσίας και του κοινωνικά ορθού. Να εξετάσει την απεικόνιση μιας κοινωνίας, χωρίς ίχνος διδακτισμού από μέρους του συγγραφέα, ο οποίος προτίμησε να ανατρέξει στην αλληγορία, τον συμβολισμό και το φανταστικό, σε σημείο, το μυθιστόρημά του, να θυμίζει παραμύθι. Να επεξεργαστεί το πορτραίτο μιας κατατρεγμένης γυναίκας που δεν τρέπεται σε φυγή παρά αντιμετωπίζει στωικά τη διαπόμπευσή της. Σαφώς και θα μπορούσε. Η πρό(σ)κληση, όμως, για την εκ νέου ανάγνωση του Άλικου γράμματος, με οδήγησε σε μια άλλη θεώρηση, φανερώνοντάς μου ένα ισχυρό και ηχηρό, «Α». Ένα αρχίγραμμα που, δίχως αυτό, κανένας ήρωας δεν θα ήταν αυτός που είναι. Ένα άλικο «Α» που, όχι μόνο κινεί τα νήματα της ιστορίας, μα είναι και ο απόλυτος πρωταγωνιστής της.

*Έκτοτε, κυκλοφορούν στα ελληνικά ως Το σπίτι με τα εφτά αετώματα και Ο μαρμάρινος Φαύνος από τις εκδόσεις Gutenberg.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη