Στην Α.Σ.
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.
Καρυωτάκης, Υποθήκαι
Φθονώ την τύχη σας πλάσματα μόνα
και γιαυτό προνομιούχα.
Λυπάμαι τα βότσαλα
παρεξηγημένα καθώς είναι
στη σκέψη κοντόφθαλμων
περαστικών,
στριμωγμένα καθώς βρίσκονται
ανάμεσα σε λίθινες βεβαιότητες,
διψασμένα καθώς φαίνονται
για λίγο πέλαγος.
Παραπονιέστε για την απεραντοσύνη
της μοναξιάς,
για την εκκωφαντική ηχώ
της σιωπής.
Τον κατακλυσμό των δακρύων,
που πνίγει τον ανθό της προσμονής,
τον ποταμό του σάλιου,
που δεν εκβάλλει πουθενά,
την παγωμένη λίμνη της αμφιβολίας,
που πελεκάτε διαρκώς,
την βροχερή ετυμηγορία της αλήθειας,
που δείχνει πάντα το χώμα,
δε φοβάστε.
Πνίγεστε σε λίγες σταγόνες νερό,
ενώ καθημερινά ασκείστε
στις καταδύσεις.
Και τα βότσαλα όμως γευόνται την αλμύρα,
περιδινίζονται από παρερμηνείες κι ερμηνείες,
βουλιάζουν σε απολογισμών το έρεβος,
εναγκαλίζονται το διαφυγόν κύμα
της ματαιότητας.
Πάψτε να μυρηκάζετε την αθλιότητα!
Άθλιοι είναι οι χαρακωμένες πέτρες,
που διαγκωνίζονται για το μερίδιο τους
σε ουρανό.
Τα τομάρια τους από ψηλά θα δεις
μονάχα μια λέξη να σχηματίζουν:
“προσμονώ”.
Το χρυσοποίκιλτο πηλίκιο του ορίζοντα
την αυγή στεφανώνει
γιατί η εκθρονισμένη ξαστεριά δε πείθει
με τη φώταψία τόσων μικρών άστρων.
Το περιβραχιόνιο, όμως, της δύσης
ορίζει τον πραγματικό κυρίαρχο του παιχνιδιού.
Η γραφή μου στην άμμο την ξανθή
μένει απλώς σα μάταιη διαμαρτυρία,
κλινήρης ευχή δίχως τέλος
που κατρερά το γαλανό σάβανο.
Γι’ αυτό και όταν πάω στην ακροθάλασσιά
θα γεμίσω τις τσέπες μου με βότσαλα
και βαρύς καθώς είμαι
θ’ αφεθώ.
Ίσως ακούσετε τα λόγια μου,
τη βοή κοχυλιών διερμηνεύοντας
εκεί στην προκυμαία της αναχώρησης,
πριν σκάσει το τελευταίο αργόπλοο κύμα
της νιότης.