ΕΠΙΒΑΤΕΣ
Βαδίζοντας νύχτα τη λεωφόρο
τα μάτια μου πονούσαν από ένα φως παράξενο
σε μια γωνιά ξεπρόβαλε ο παππούς μου
νεκρός εδώ και χρόνια
και σε ένα δέντρο είδα το γιο μου να καρπίζει
αγέννητο από αιώνες
ίσως ο χρόνος να με έπαιζε
σε τράπουλες προσώπων που δεν θα ξαναδώ
ξάφνου ένα αυτοκίνητο σταμάτησε
στις άκριες των ποδιών μου:
ανοίγει η πόρτα με αρπάζει
και τρέχει πάλι προς το άγνωστο
κάθε νύχτα σταματάμε
και κλέβουμε άλλον ένα.
ΠΟΝΗΡΗ ΑΛΕΠΟΥ
Άφησα τα μωρά μου στους θάμνους
και ξενιτεύτηκαν στα πλατάνια
από δω περνούν συχνά
σκιουράκια και κότσυφες
αν δεν έρθουν και σήμερα
θα δώσω στα μωρά να φάνε την ουρά μου
ύστερα θα στρογγυλέψω τη μουσούδα μου
και θα κινήσω για την πόλη
το σκύλο παριστάνοντας
αν βρείτε τα δόντια μου σκορπίστε τα
του δάσους φυλαχτά.
[Από τη συλλογή Έτσι είναι τα πουλιά, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015.]