ΤΡΕΙΣ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΟΙΔΙΠΟΔΑ, Β
Φόρεσε το χαμόγελό σου και χτύπα την πόρτα
‒ Καλησπέρα, καλοί μου άνθρωποι
Και πάλι ξαναφόρεστο και ξαναχτύπα
‒ Καλησπέρα, καλοί μου άνθρωποι
Και πάλι ξαναχτύπα και πες και πες και πες.
Δεν μας αναγνωρίζει πια κανένας
το σκυλί γαυγίζει άγρια στο φράχτη
όχι, δε βλέπω πια τη θάλασσα μπροστά μας
ο ελαιώνας δεξιά δεν είν’ δικός μας
αγνώριστος ο κάμπος στα ζερβά μας
μας πλακώνει το βουνό που ’ταν χαρά των ομματιών μας.
Πάμε να φύγουμε, δυστυχισμένο τέκνο μου,
μπες με βήμα ταχύ στο σύγνεφο του ερέβους.
Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ
Ογδόντα πέντε χρόνια δένανε μαργαριτάρια τα κόκκαλά του•
τρεφόταν με τον άρτο των αγγέλων και με τον οίνο•
φύτευε ελιές, τριανταφυλλιές κι άλλα πάσης λογής λουλούδια•
και της πορνείας ο δαίμων κι άλλοι δαίμονες πολλοί
πεζεύανε συχνά πυκνά μες στην καρδιά του.
Μα τον σκέπαζε η χάρις κι η μεσιτεία του Αποστόλου,
γιατί καθάριζε πενήντα συναπτούς ενιαυτούς τον τάφο του
και με τα δάκρυα δρόσιζε κατακαλόκαιρα το πεφρυγμένο χώμα.
Ρίζωσε σαν την αιωνόβια χαρουπιά
και σαν την πέτρα την ακρότομο.
Τα χέρια του άπλωνε σταυροειδώς κι από την Πάφο
ευλογούσε ως τον Απόστολο Ανδρέα.
Ήρθαν με τη φωτιά τους και με τ’ άρματα.
Εκείνος ορθός•
και πύλαι Άδου ου κατίσχυσαν αυτού.
Έμειν’ εκεί
πίνοντας μέχρι τρυγός τον πόνο του τόπου του.
Κοιμήθηκε στον τάφο που καθάριζε
με το Ευαγγέλιο στο στήθος του,
το κατά Ματθαίον,
ανοιγμένο στο κεφάλαιο των Παθών του Κυρίου.
Ο Ανθέμιος θα πιστοποιήσει μελλοντικώς την ιθαγένειά του.