Από τον κατάλογο της έκθεσης ζωγραφικής της Νατάσσας Πουλαντζά, με τίτλο ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΨΕΜΑ / IT IS ALL LIES, στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης του ΚΜΣΤ (Αποθήκη Β1-λιμάνι της Θεσσαλονίκης, 10 Μαΐου έως 21 Ιουνίου 2014):
Η σειρά αποτελείται από δύο ενότητες. Στην πρώτη (Ανεπίκαιρες συναντήσεις), η Νατάσσα Πουλαντζά, εκκινώντας από έργα γνωστών ζωγράφων, τα ζωγραφίζει εκ νέου (ακρυλικά σε καμβά) φτιάχνοντας αντίγραφα. Στη συνέχεια, τυπώνει ψηφιακά απευθείας επάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, πορτραίτα από σημαντικές προσωπικότητες του 19ου και 20ου αιώνα […] Η δεύτερη ενότητα, με τον συμπληρωματικό τίτλο …missing piece…, προέρχεται από την πρώτη και αποτελείται από μοναδικές ψηφιακές εκτυπώσεις σε χαρτί. Το τμήμα της σύνθεσης που χάθηκε στην πρώτη ενότητα από την ψηφιακή εκτύπωση, αναδύεται ως αυτόνομο πλέον έργο…
(Γιάννης Μπόλης, Ιστορικός Τέχνης, επιμελητής ΚΜΣΤ)
*
Κυρία Πουλαντζά, η ζωγραφική σας ξεκίνησε ως ανθρωποκεντρική, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των σπουδών σας στην ΑΣΚΤ, στη συνέχεια μετακινηθήκατε προς την τοπιογραφία και τώρα βλέπουμε ότι οι πίνακές σας συνδυάζουν και τα δύο, και μάλιστα με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Μιλήστε μας γι’ αυτή τη «διπλή έκθεση» (double exposure). Πώς προέκυψε η ιδέα;
Η ιδέα προέκυψε τυχαία. Ασχολούμουν με τελείως διαφορετικά πράγματα. Έκανα πορτραίτα, αλλά όχι όπως τα σκέφτεσαι, ήταν πορτραίτα λουλουδιών. Για πάρα πολλά χρόνια δεν ασχολούμουν με τη φιγούρα, από το ’92 και μετά την έβγαλα τελείως από το έργο μου. Δεν ξέρω αν αυτό έγινε συνειδητά. Δεν είπα μια μέρα «τέρμα η φιγούρα», μάλλον έφευγε σιγά-σιγά από τη ζωγραφική μου. Τελείωνε αυτό το ανθρωποκεντρικό, αυτή η διάθεση να ασχολείσαι με τον άνθρωπο, το μοντέλο για το μοντέλο, η διαδικασία της «σπουδής». Άλλωστε η ζωγραφική μου υπήρξε ανθρωποκεντρική κατά τα χρόνια των σπουδών μου. Άρχισα, λοιπόν, από εκεί και μετά να ασχολούμαι με τη φύση, καθώς και με συνθέσεις ανάμικτες. Τα πορτραίτα γύρισαν μόνο σαν «όνομα» στη δουλειά με τα λουλούδια, που προανέφερα. Επρόκειτο για απομονωμένα άνθη και είχα επηρεαστεί πολύ από τον Mapplethorpe, τον Αμερικανό φωτογράφο ο οποίος είχε κάνει κάτι ανάλογο με τις φημισμένες πολαρόιντ. Σε όλες τις δουλειές μου υπάρχουν πολλά στρώματα. Είτε ξεκινάω από φως και καταλήγω στη σκιά, είτε υπάρχουν πολλά γδαρσίματα, επάνω και κάτω επίπεδα… Έτσι, άρχισα να τα «μπερδεύω»: επάνω σε ένα τοπίο, τόπο —πες το όπως θες— άρχισα να τοποθετώ τα πρόσωπα, για μια έκθεση που θα έκανα στη Βιέννη. Επρόκειτο για φιγούρες του Λένιν από τριών μέχρι πενηντατριών ετών. Βρήκα όλες του τις φωτογραφίες στο διαδίκτυο, εκτός από τις τελευταίες, τις οποίες δεν ήθελα να τις εντάξω. Δεν ήθελα να δώσω κάποιο ιδιαίτερο νόημα σε όλο αυτό. Ήθελα όμως να δω τι αντίκτυπο έχει αυτή η προσωπικότητα στον κόσμο σήμερα. Έκανα, έτσι, ένα τεστ στους Βιεννέζους και τελικά είχε πλάκα, γιατί πουλήθηκαν όλα τα πορτραίτα, και εντυπωσιάστηκα! Στην αρχή κάποιοι —Ανατολικοί— αντέδρασαν άσχημα και μου έλεγαν «Μα γιατί τον Λένιν; Τον φάγαμε στη μάπα τόσα χρόνια, ακόμα και στα βιβλία μας…». Στο τέλος, όμως, έρχονταν και τον αγόραζαν. «Γιατί τον αγοράζετε τότε;», ρώτησα. Κάποια κυρία μου απάντησε: «Θα τον κρεμάσω στην τουαλέτα, στη θέση που του αξίζει!». Σκέψου όμως ότι εκεί θα τον βλέπει κάθε μέρα, έτσι δεν είναι;
Κάπως έτσι ξεκίνησε αυτό με τα πορτραίτα ξανά. Όλη αυτή η δουλειά έχει σχέση και με την εμπλοκή μου με το διαδίκτυο. Ξαφνικά έβλεπα ότι προσωπικότητες του 19ου και 20ου αιώνα, από λογοτέχνες έως και φιλοσόφους, προσωπικότητες που δεν είναι και πολύ εύκολες να τις προσεγγίσει ο άνθρωπος, γίνονταν ινδάλματα και προφίλ ορισμένων. Αυτό άρχισε να μου εξάπτει την περιέργεια. Χρησιμοποιούσαν τα ρητά τους, τις φωτογραφίες των φιλοσόφων και λογοτεχνών αντί για τις δικές τους… Και επειδή όλες αυτές τις προσωπικότητες τις βλέπουμε συνέχεια γύρω μας, βομβαρδιζόμαστε με ρητά, κυκλοφορούν μπλουζάκια με το πρόσωπο πχ του Καμύ, ξεκίνησα κι εγώ μια σχέση μαζί τους. Άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί γίνεται αυτό και πώς εμπλεκόμαστε όλοι σε αυτό το παιχνίδι. Ξεκίνησα να συλλέγω λοιπόν κάποιες από τις κορυφαίες προσωπικότητες —οι οποίες στην εποχή τους βέβαια δεν ήταν απαραίτητα κορυφαίες. Επειδή όμως είμαι ζωγράφος, δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ με τους ανθρώπους του πνεύματος μόνο. Τυχαία, ζωγραφίζοντας, στην πορεία, και μάλιστα επειδή θαυμάζω κι έχω επηρεαστεί από πολλούς ζωγράφους, έκανα ρέπλικες έργων τους και τις συνδύασα με τις προσωπικότητες που είπαμε προηγουμένως. Αληθινά δεν ξέρω πώς γεννήθηκε αυτό. Κάποια στιγμή συνέβη.
Αυτή η δουλειά στην αρχή ονομάστηκε Ανεπίκαιρες Συναντήσεις, από τους Ανεπίκαιρους Στοχασμούς (1873-1876), του Νίτσε. Όταν πια έφτασε στο επόμενο στάδιο, στο «χαμένο κομμάτι» (missing piece), έπαψε να είναι απλώς ένας συνδυασμός (της μορφής και του τοπίου) και κατέληξε να γίνει μια απεικόνιση του πώς η μνήμη αντικαθιστά την πραγματικότητα, την αλήθεια με νέες εικόνες. Πώς, δηλαδή, κάτι που έχει συμβεί στο παρελθόν, εμείς το σκεφτόμαστε κάπως αλλιώς και είτε του δίνουμε ωραιότερη, είτε χειρότερη χροιά.
Κάθε κόπια μου παίρνει, βέβαια, αρκετό καιρό για να γίνει. Ψάχνω πληροφορίες για τον ζωγράφο, για το πώς έγινε το συγκεκριμένο έργο… Μέχρι που έφτασα στον Καραβάτζιο, ο οποίος είναι από τους αγαπημένους μου, και εκεί τα πράγματα ήταν δύσκολα, ήθελα πολύ περισσότερο χρόνο. Έτσι, παρήγγειλα έναν πίνακα δικό του —αντιγραφή βέβαια!— το Basket of fruit, από μια εταιρεία αγγλο-αμερικανική που αναπαράγει πίνακες σπουδαίων ζωγράφων. Όταν πήρα το έργο, δεν ήταν αυτό που περίμενα ακριβώς, αλλά έμοιαζε με αυτό που έπρεπε να είναι. Στο χαμένο κομμάτι όμως, θα φαινόταν η ευτέλεια της αντιγραφής, οπότε ανακάλυψα στο διαδίκτυο το αληθινό έργο σε υψηλή ανάλυση και τελικά χρησιμοποίησα αυτό.
Από εκεί, και επειδή ζυμωνόταν όλο αυτό το πράγμα, αλλά και επειδή η διαδικασία αυτή έχει σχέση και με τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνεται η ιστορία (πλέον με το διαδίκτυο και την πληθώρα πληροφορίας ο καθένας φτιάχνει τη δική του), ολοκληρώθηκε ο τίτλος της σειράς, Είναι όλα ψέμα. Δεν έχει σημασία αν είναι φτιαγμένα από το χέρι μου όλα, δεν υπάρχει αναγκαιότητα πλέον να είναι κάτι πιστό, στην ουσία εξυπηρετεί μια ιδέα. Μπορεί να ακούγεται αμοραλιστικό, όμως δεν είναι. Είναι ένα σχόλιο πάνω στον τρόπο με τον οποίο γίνονται τα πράγματα σήμερα. Οπότε ο τίτλος έγινε Είναι όλα ψέμα, παράφραση του Είναι όλα αλήθεια, του Όρσον Γουέλς. Στην ουσία θα μπορούσε να είναι διπλός ο τίτλος, γιατί αν είναι όλα ψέμα, σημαίνει πως και όλα είναι αλήθεια.
Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από αυτή τη συνύπαρξη προσωπικοτήτων και έργων τέχνης;
Οι προσωπικότητες με τον ζωγράφο του οποίου το έργο υπάρχει από πίσω, δεν έχουν καμία σύνδεση που να δημιουργεί μια αφήγηση. Δεν τα συνδέει τίποτε άλλο, παρά αυτό που εξυπηρετεί για μένα —αισθητικά— τη σύνθεση. Εναλλάσσω διάφορες εικόνες, και ασχέτως αν έχω κάτι στο μυαλό μου, το αφήνω να προχωρήσει μόνο του, ώστε να μη με περιορίζει. Άλλωστε εγώ η ίδια διάλεξα τα έργα και τα πρόσωπα που ενέταξα σε αυτό το «παιχνίδι».
Σκόπιμα δεσπόζουν οι άντρες στην τελευταία σας δουλειά;
Δεν υπάρχουν μόνο άντρες. Έχω εντάξει και γυναίκες —στην έκθεση υπήρχε η Νίνα Σιμόν—, αλλά και στο παιχνίδι υπάρχουν, σε μικρό ποσοστό όμως, γύρω στο 10%. Πιστεύω ότι αντιπροσωπεύει και την πραγματικότητα αυτή η επιλογή. Μην ξεχνάς ότι πολλές γυναίκες της εποχής εκείνης, στη λογοτεχνία, εμφανίζονταν με αντρικό όνομα. Οπότε η αναλογία ήταν αντίστοιχη και στην έκθεση. Στην ουσία δείχνω κάτι, δεν προτείνω πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος. Ο οποίος, δεν είναι ψέμα, είναι γεμάτος άντρες.
Πώς σας έχει αντιμετωπίσει ο καλλιτεχνικός χώρος, ως γυναίκα;
Με συμπάθεια! Είναι όμως πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί αυτή η συμπάθεια και η χλιαρότητα, με την οποία αντιμετωπίζονται οι γυναίκες στο χώρο. Δεν μιλάμε για έχθρα. Όχι, αυτό δεν το έχω νιώσει. Ο χώρος αυτός είναι όμως περιορισμένος, όταν είσαι γυναίκα. Οι αξιώσεις είναι χαμηλότερες. Είναι δυσκολότερο να σε αντιμετωπίσουν σαν «επαγγελματία». Υπάρχει η τάση —και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα— , και έχει μάλιστα ειπωθεί από συλλέκτες ότι «γυναίκες δεν αγοράζουμε, γιατί θα παντρευτούν και θα κάνουν παιδιά και τέλος». Δεν ισχύει όμως αυτό. Ίσως, για τις γυναίκες που δεν αντέχουν την κατάσταση.
Μιλήστε μου για το παιχνίδι που φτιάξατε και το οποίο μπορούν οι επισκέπτες της έκθεσης να παίξουν.
Θέλοντας να κάνω τη διαδικασία αυτή πιο άμεση, επινόησα αυτό το παιχνίδι του τυχαίου που έπαιξες και στην έκθεση. Στηρίζεται πάνω στον γνωστό «κουλοχέρη» και έχει, από τη μία τη σειρά με τις προσωπικότητες, από την άλλη τα ζωγραφικά έργα. Πατώντας το κουμπί, τυχαία ενώνονται τα δύο πρώτα σκέλη και –αν σου αρέσει το αποτέλεσμα— τυπώνεται το «χαμένο κομμάτι», όπως έκανα κι εγώ. Το διασκέδασα πάρα πολύ, δεν πίστευα ότι θα βγει τόσο ωραίο! Βεβαίως, σε όλο αυτό, με βοήθησε πάρα πολύ ο Μηνάς Μηλιαράς, ο οποίος σχεδίασε αυτή την εφαρμογή, με βάση αυτό που ήθελα. Όντας και ο ίδιος καλλιτέχνης, το κατάλαβε απόλυτα.
Ποια είναι τα αγαπημένα σας έργα από τη σειρά;
Έχω μερικά αγαπημένα, δε σημαίνει όμως ότι δεν μου αρέσουν και τα άλλα. Για παράδειγμα, με τον Πόλλοκ διασκέδασα πολύ, ο Καραβάτζιο με τον Μπάστερ Κήτον επίσης μου άρεσε —ξέρεις και για μένα το αποτέλεσμα ήταν μια έκπληξη, το σχεδίαζα μεν προηγουμένως, αλλά είναι διαφορετικό να τυπώνεται σε τόσο μεγάλο μέγεθος. Ο Βαν Γκογκ με τον Ντύλαν Τόμας…
Τι διαβάζετε τώρα;
Διαβάζω Μπωντλαίρ πάλι… Βάλτερ Μπένγιαμιν, Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας, διάβασα Δημήτρη Ψαρρά, Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών στην Ελλάδα, 1920-2013, Πωλ Σελάν… Διαβάζω πολλά μαζί συνήθως.
Είναι η ζωγραφική για εσάς καταφύγιο;
Όταν ήμουν μικρότερη ήταν καταφύγιο. Πλέον έχει πάψει. Τώρα είναι ζωή. Είναι αυτό που κατάφερα να έχω. Είναι οχυρό. Όχι όμως με την έννοια ότι θέλω να ξεφύγω από κάπου αλλού και τρέχω να κρυφτώ. Ζω μέσα σε αυτό. Έχω φτιάξει τον κόσμο στον οποίο θέλω να ζω. Αυτή είναι η ευτυχία: ξεφεύγεις από τα περιβάλλοντα που σε έφτιαξαν, από τους καταναγκασμούς και κατασκευάζεις τον δικό σου κόσμο. Είμαι χαρούμενη. Είμαι ευτυχισμένη με αυτό που ζω, με όλες του τις δυσκολίες.
[Περισσότερα για τη Νατάσσα Πουλαντζά μπορείτε να διαβάσετε εδώ.]