Όταν ψιχαλίζει
Όταν ψιχαλίζει
θωρώ
αισθάνομαι τις λεπτές λιγνές ψιχάλες
καθώς πέφτουν
καθώς γλιστρούν
γλείφοντας
τα πρόσωπα
τα μαλλιά
τα τζάμια
και φοβούμαι ότι αυτές λεπτές λιγνές ψιχάλες
δεν είναι τίποτα
άλλο παρά οι ψιλοί αχνοί χαρακτήρες
των ονομάτων μας
που ποτίζουν αθόρυβα το χώμα
που βρέχουν την άσφαλτο
και σβήνουν τα ίχνη τους
το ένα όνομα
δίπλα στο άλλο
όπως οι επιβάτες των λεωφορείων
στη μεγάλη
αδιάφορη
μουσκεμένη λεωφόρο
Όταν ψιχαλίζει
δακρύζουν και οι ψυχές μας
αλλά δε θωρεί η μία την άλλη
Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 2014