Η τέχνη είναι παραμυθία, είναι όμως και ματωμένη πληγή˙ άλλοι τη διακονούν ως «νάρκη του άλγους» κι άλλοι ως τη σπάθα του Αρχάγγελου. Ο Τάσος Μαντζαβίνος (Αθήνα, 1958) ίσως από ένστικτο, ίσως όμως και από ιδιοσυγκρασία κρατά στα χέρια του το πινέλο σαν λεπίδα, αλλά στη ματιά του φεγγοβολά η τρυφερότητα. Αυτή τη σύζευξη της παρηγοριάς του ονείρου με την αιχμηρότητα των γήινων, που αποπνέει την εικαστική του δημιουργία (ζωγραφική και κατασκευές), την επισημαίνει και ο ίδιος σε σκέψεις του, που περιλαμβάνονται στο παράρτημα του βιβλίου τού Φίλιππου Μπεγλέρη, Τάσος Μαντζαβίνος. Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται (εκδ. Πατάκη, 2012). Στοχάζεται, λοιπόν, βαθύπνοα και ποιητικά ο ζωγράφος: «Βρίσκομαι μεταξύ σκληρού ρεαλισμού και υπερβατικών σκέψεων». Σκέψεις, που σαν σηματωροί και κήρυκες, είναι κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση των μυστικών κωδίκων του και την κατανόηση των εικαστικών του γρίφων. Η αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα, η θεία ανάληψη του καλλιτέχνη που εφορά, εποπτεύει και αιωρείται μεταξύ γήινου και ουράνιου και που ‒έστω και αν ακούγεται κοινότοπο‒ προϋποθέτει τη με μανία καταβρόχθιση της σάρκας της πραγματικότητας. Συνεχίζει, στο ίδιο κλίμα, ο Μαντζαβίνος λέγοντας: «Ο ζωγράφος-καλλιτέχνης / (με την ουσιαστική έννοια) / Χάνει την επαφή του λίγο-λίγο / Με τη γη», καθώς και: «Στα όνειρά μου, που συχνά βλέπω / Υπάρχει ψηλή, πολύ ψηλή σκάλα / Που πρέπει να ανέβω ή να κατέβω».
Ο Μαντζαβίνος με την οξύτητα της ζωγραφικής του χαράζει αυλακιές στο δέρμα της ελληνικής ζωγραφικής. Πρόκειται για μια τέχνη αιρετική, νευρική και αιχμηρή, με γραμμή χειρονομιακή και ορμητική, με χρώμα ωμό και επιθετικό. Πρόκειται για μια τέχνη αιρετική, νευρική και αιχμηρή, με γραμμή χειρονομιακή και ορμητική, με χρώμα ωμό και επιθετικό. Το ομολογεί και ο ίδιος, θαρρώ, όταν εξομολογείται: «Εμμονή στον λαβύρινθο / Πετσοκομμένες σκέψεις / Για αυτόν» ή «Βαδίζω και κόπτομαι ολίγον ζαλισμένος / Το αθώον σώμα μαχαιρώνεται / Μέσα και έξω από τη νοσηρότητά μου».
Ως ζωγράφος, ο Μαντζαβίνος δεν κολακεύει τον θεατή. Απεναντίας, τον στοχεύει, τον θέτει εντός του βεληνεκούς του και πυροδοτεί εναντίον του με την αυθάδεια του παιδιού και την αγιότητα του μοναχικού ανθρώπου: «Ζωγράφος δεν γίνεται κανείς επειδή έχει δεξιότητα στο χρώμα, αλλά από ανάγκη για μουτζούρες και χρωματικές κηλίδες, που αποτελούν καταφύγιο από πραγματικές ή μη δυσκολίες της ζωής», μας λέγει. […]
[Απόσπασμα από το κείμενο του Νίκου Μηλιώνη «Ζωγραφική τρυφερή σαν παρηγοριά, αιχμηρή σαν λεπίδα», που δημοσιεύεται στο 5ο μας τεύχος. Το έργο ήταν η δεύτερη εναλλακτική πρόταση για το εξώφυλλο, τελικά όμως δεν χρησιμοποιήθηκε.]