Ο Μέγας Κύων
Ψυχή μου, πώς αντέχεις να περιδινείσαι
στη λαίλαπα της κενοδοξίας και της μωρίας
αυτού του κόσμου;
Πώς αντέχεις ν’ αναλώνεσαι στη λαίλαπα
που κυνηγά πάντα μιαν άπιαστη αλεπού;
Συμβαίνει, άραγε, από την ανάγκη σου να πολεμήσεις τη μοναξιά
ή τάχα γυρεύεις μερτικό απ’ τη νυχτερινή λάμψη του Μεγάλου Κυνός;
❧
Αμυχή
Κάτω απ’ τη μπλούζα ανθίζει το στήθος σου.
Τα μάτια σου ξαναμμένα φωτοβολούν, όσο τα δάχτυλά σου
σεργιανίζουν στο κορμί και το πρόσωπό μου.
Δεν μπορώ να παγώσω τη στιγμή.
Δεν μπορώ να καθυστερήσω το ξημέρωμα.
Δεν μπορώ να εμποδίσω το μοιραίο.
Ντύνομαι βιαστικά και φεύγω.
Αμίλητος, απαρηγόρητος.
Σε κάθε αθώα αμυχή βρίσκει τρόπο να τρυπώνει η μοναξιά.
❧
Των προσφιλών
Τα νεκροταφεία αποπνέουν μια περίεργη ηρεμία‧ συναρμόζουν με μιαν αόρατη κλωστή τη βιωτή με την εκδημία. Είναι η πιο πιστή παραδοχή της φθαρτότητάς μας. Η μεγάλη ανακούφισή μας που γλιτώνουμε από κάθε σισύφεια τιμωρία. Και από την άλλη είναι αυτή η ισχνή αλλά αβρή φωνή των προσφιλών μας που μας κρατά ζωντανούς, κάθε που εναποθέτουμε ευλαβικά λίγα λουλούδια πλάι τους με το βλέμμα καρφωμένο στο χώμα.
Τα νεκροταφεία αποπνέουν μια περίεργη γαλήνη‧ κάθε φορά ανάλαφρος φεύγω από τα μνήματα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Vilhelm Hammershøi . Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]