στους πληγέντες της Θεσσαλίας
Ι.
Όταν η ιστορία τελείωσε πρόωρα
στο στήθος του κάμπου
ένα σούρουπο που η ελλιπής αγάπη
βρήκε αντίκρισμα στην καταστροφή
κι ο ουρανός μάτωσε το φθινόπωρο
χωρίς των παραθεριστών τη δόξα –
καθώς το γέλιο τους γινόταν
θάνατος ή σκόνη
ζωή κλεισμένη στη δίνη του νερού
κι η τρεμάμενη λάμψη ενός κεραυνού
φώτισε τη λέξη
χαμός –
ήρθες σαν θερμότητα από κορμί
μέσα απ’ την υγρή άσφαλτο
απόγευμα Σεπτέμβρη.
Όταν η καθίζηση παρασέρνει πόλεις
χτισμένες δίπλα σε ετοιμόρροπα σπίτια
απ’ την πολλή βροχή
το σώμα στρέφεται στον ουρανό
βλέποντας πως
απ’ όλους τους οιωνούς των άστρων
αυτός είναι ο σκληρότερος.
ΙΙ.
Μικρή λίμνη
βουλιάζεις μες στη μνήμη
στις νυχτωμένες φλέβες των νερών
έτσι που όλα γέρνουν
προς εσένα.
Ακόμα η φωνή σου είναι πατρίδα,
σπίτι παλιό με σκουριασμένη πόρτα.
Ο μύθος σου γλυκά με πριονίζει
και βγαίνω από όλα μου τα δάκρυα
μπηγμένα –
γλυκά καραδοκώντας να φανείς
μέσα στα άνθη της ομίχλης.
ΙΙΙ.
Έχει κι ο κάμπος τα μυστικά του.
Σούρουπο κολυμπάει στο μαύρο χώμα.
Στον ήχο της βροχής που τον τρυπάει.
Μεστώνει η ζωή, θρέφει σιτάρια.
Ψωμάκι άζυμο το παρελθόν,
δε φτάνει για όλους.
Αλέθει ο καιρός γυρίσματα, ξεχνάει.
Ποια έλλειψη να αντισταθμίσει μες
στην πάχνη;
Απέστρεψες το βλέμμα και δεν είδες
την ερημιά που έμεινε στη μέση –
νυχτωμένη χλωρίδα να καπνίζει
αργά, το αναμμένο της σκοτάδι.
ΙV.
Μαύρο μελάνι
λιβανίζει μες στη μνήμη
και γράφεται συλλαβιστά η ώρα.
Όνειρο είναι
που κόβεται στη μέση,
όλο το φυσώ και δεν κρυώνει.
Δύσκολο θρέμμα
για την μέρα που αρχίζει
η εξέλιξη του νέου πρωινού –
όρθρος
που με ταρακουνάει γερά-
με τη φωνή πολλών ανέμων.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι από την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Το λιβάδι που δακρύζει (2004). Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]