frear

Όμηρος – του Ντέρεκ Ουώλκοτ

ΟΜΗΡΟΣ
Μετάφραση: Νίκος Κωσταγιόλας

ΚΔ΄

α΄

Από τα βάθη της καρδιάς του το ’ξερε πως δε θα γύρναγε
ποτέ ξανά, καθώς ακολουθούσε το αναπήδημα
ενός πετροχελίδονου πάνω από των κυμάτων

τις αεικίνητες κορφές, σάμπως και το βομβίζον τόξο
του ορίζοντα την Αφρική να είχε κάνει στόχο
του μικρού του βέλους. Ήταν εκείνη η στιγμή που αντίκρισε

το αχνάρι του στον ουρανό να κοπανιέται από μια κύματος
απότομη ριπή, να χάνεται ζαβλακωμένο σ’ έ-
να διάσελο, που του ’δωσε να καταλάβει πως η Ελένη

είχε γι’ αυτόν χαθεί. Ο ύπαρχος άδειαζε τα σεντινόνερα
με τον οξειδωμένο κάδο όταν το χελιδόνι ξα-
ναπρόβαλε σαν οιωνός ηλιόλουστος, ανάβοντας

και πάλι τη χαρά που ’χε σβηστεί για το επάγγελμά του.
Το λιόφωτο διήλθε από τα δάχτυλά του, κι εκείνα
μεμιάς με μια μανούβρα επιδέξια κάμψαν το πτερύγιο

για την επόμενη κουπιά. Ακόμα απ’ την κραιπάλη χαυ-
νωμένος τη χθεσινοβραδινή, κι ελέγχοντας με ζό-
ρι την ισορροπία του ο ύπαρχος ανακουφίστηκε

πάνω απ’ το πλάι, τρέμοντας ολάκερος. «Ψάρια μεθύστε».
Ο Αχιλλέας μειδίασε. Ο ύπαρχος, μαζεύοντας
στις χούφτες του νερό θαλασσινό, τα μούτρα του κατάβρεξε.

«Μέγκλα. Δουλειά αρχινά!» Εφάρμοσε του γρίπου τα ραβδιά.
Ο Αχιλλέας έβλεπε στο ξεχειλίζον γείσο τού
πρωινού ένα δώρο ανεβασμένο από του ακρωτηρίου τα ρυ-

μουλκά. Ήταν στο σπίτι του. Αυτός ήταν ο κήπος του.
Θεέ, ευλόγησε τη γρηγοράδα του χελιδονιού,
ευλόγησε το υγρό τού ύπαρχου κεφάλι στραφταλίζοντας

μ’ αφρό, και την καρδιά του που ριγεί αχανής στοργή για το
κυανό νερό, της λεπτεπίλεπτης, σφιχτής σαν παραγάδι
ακτής το σκαμπανέβασμα, των λόφων τον γαλαζωπό

καπνό, τους μυώνες του που φούσκωνε σα φώκαινες κάθε
κουπιά, κάθε επιδέξια συστροφή καρπών στο απόγειό
τους που τον υπνωτίζαν με του μάντρα τους τη μετρική.

Το χελιδόνι διέγραψε μιαν ημικυκλική στροφή
πάνω απ’ τους λόφους, έπειτα, σαν φτερωμένο δόλωμα,
απ’ τ’ απονέρια επάνω πήρε να χοροπηδά με την

απόστασή του από την πρύμνη ευλαβικά αναλλοίωτη.
Ένιωσε πως τους οδηγούσε αντί να τους ακολουθεί
απ’ όταν όρμησε από τους ανθούς που απ’ την καρδιά του αφρίσανε,

θαρρείς και το αταλάντευτο του βέλους του σημάδι να ’δειχνε
ευθεία στην ευτυχία του, κι αυτό σαν ευλογία ήταν αρ-
κετό. Με πρόνοια σταθερή κρατούσε την απόσταση.

Πρόφερε το όνομα με το οποίο το ’ξερε – l’ hiro-
ndelle des Antilles: η ετικέτα στης Μωντ το σεντόνι. Ο ύπαρχος
κούνησε των μπαμπού τις βέργες που στερεώνανε τους γρίπους.

Ήταν τότε που ο φόβος βρήκε τον Αχιλλέα πως τούτο
δεν ήταν χελιδόνι μα το δόλωμα των θεών, μια
μπουκιά απ’ το σώμα του θεού πού ’χε απ’ τον λόφο αναπεμφθεί.

β΄

Το κερασφόρο νησί βούλιαξε. Ετούτο σήμαινε
πως είχαν ξεμακρύνει, ίσως κι είκοσι μίλια, πέρα από
τις ασημάδευτες οργιές που ο δόκιμος των φρεγατών

τ’ ορτσάρισμα παρατηρούσε, εκεί που οι άγκυρες από
λάσκο ξεμένουνε, τρελαίνοντας τον βυθομέτρη. Η πα-
γερή καρδιά του σκαμπανέβαζε με τον αρχέγονο

ρυθμό της φουσκοθαλασσιάς, που θρόμβιζε γύρω απ’ το έσχατο
σημείο όπου έκαμπτε ο Λεβάντες τις αμυγδαλιές,
σάμπως φλόγες κεριού. Άξαφνα, ένα αστραπιαίο προσπέρασμα

της χελιδόνας, τόσο απ’ το κύτος κοντά που ορκίζονταν
πως άκουσε μια τσιριξιά απ’ το μισάνοιχτό της στό-
μα ν’ αναβλύζει, κοντοστάθηκε, κι αντίκρισε τον κόσμο

ολάκερο ζωγραφισμένο στη φευγαλέα θλίψη του άγρυπνου
ματιού της. Ο ύπαρχος δεν την είδε ποτέ. Χάζευε όπως
ο Αχιλλέας έσμιγε τα δυο κουπιά σε ένα και,

κατόπιν, τα τοποθετούσε παραλλήλως στο δάπεδο
της «Εις τον Θεόν Πιστεύωμεν», καθώς ανδρόγυνο, καθώς
ζευγάρι γέρικο σε τάφο, με φροντίδα τελετουρ-

γική· ύστερα παλαντζάροντας ορθώθηκε μ’ ένα
σουγιά, κρατώντας τον σφιχτά σα να ’ταν κομμιόδεντρο
κι αυτός ήταν η ρίζα. «Όλα καλά;» είπε, απευθυνόμενος

στο λικνιζόμενο κατάρτι. Κι ετούτα ήταν τα ευ-
γενή και πένθιμα ονόματα, κάτω απ’ την παλλόμενη
σκιά του «Εις τον Θεόν Πιστεύωμεν»: Ο Χάμπαλ που από το

κατάστρωμα θυελλώδης σάρωσε άνεμος· Ο Γουίνστον Τζέημς,
κοινώς γνωστός σαν «Toujours Sou» ή «Πάντα Στουπί», που το κορμί
του εξαφανίστηκε, όπως κάποιοι ισχυρίζονταν, μες στις

αναθυμιάσεις του ρουμιού ή του αψεντιού· ο Χέραλντ Τσάστνετ,
αστακοπαγιδάς, «Μυρμήγκι Κόκκινο», παναπεί «Fourmi
Rouge», το παρατσούκλι, που μ’ όλο που έτρεμε το νερό

ξανοίχτηκε στη βάρκα του κάποιαν αυγή απ’ το ρούμι
σπρωγμένος. Μερικοί ψαράδες δε γνωρίζανε κολύμπι.
Ο Ντόρκας Χένρυ για παράδειγμα, μα το ’μαθαν αργότερα,

στα οδοντωτά κοράλλια ψάχνοντας για βούκινα, όταν
τον βρήκαν να κρατά, Κύριος οίδε γιατί, στη χούφτα του
σφιχτά έναν αστερία. Ήταν κι άλλοι για τους οποίους

είχε ακούσει ο Αχιλλέας, κυρίως από τον Φιλοκτήτη,
χώρια, βεβαίως, τ’ ανώνυμα οστά όλων των αδελφών
του που πνιγήκανε στο πέρασμα, μαζί κι ενός δοκί-

μου Πλάνκετ. Στέκονταν ιστίο σωστό καταμεσής της βάρκας
αναθυμούμενός τους, μέσα στα δαντελωτά στεφάνια
του εθνικού ύμνου της Καραϊβικής. Ο Αχιλλέας

ανάβλεψε ψηλά, κατά τον ήλιο, που ήταν κάθετος
σαν κάβος άγκυρας – το δαχτυλίδι του, μια πρέσα, τού
σιδέρωνε το καύκαλο, τόσο που το καπέλο του

έπιασε να μυρίζει. Στάση κι όχι δράση. Τώρα κα-
βαλάει της γραμμής το καραντί. Αφήνει να μουλώ-
σουν τα κουπιά στους ξύλινους σκαρμούς τους. Το καψαλισμένο

αλευροσάκινο πανί ραντίζει να ’ναι ευλύγιστο,
φτυαρίζοντας νερό με το ’να χέρι πάνω από την κου-
παστή, με της συνήθειας το ρυθμό, ένα χέρι που η πείρα

είχε ποτίσει, αλλιώς οι βελονιές θα σπάγαν, θα ξηλώ-
ναν οι ραφές, των κόμπων του οι φλούδες θα σαπίζαν. Κι όμως,
το ράντισμά του ανώφελο κάτω από τέτοιον ήλιο. Το

δεμένο μάτσο μάζευε σαν πτώμα. «Oui, Bon Dieu». Θα του
σβουρίξω μια να πάει από κει που ’ρθε. Μα από τα βάθη τούτου
του ιδιότυπου βαπτίσματος κάτι αναδύονταν,

κάποια μνήμη λευκή ενός δόκιμου προσέγγιζε το κύτος,
ένα λευκό, περιστρεφόμενο κορμί, και το νερό
με δαύτα πήζει, με καμβάδες που, δεμένοι, στροβιλίζονται

– όχι δεν είναι καρχαρίες, μα όλα τα πτώματα δεμέ-
να, τυλιγμένα σαν πανιά, με τον λουσμένο στον κρύον
ιδρώτα Αχιλλέα σύξυλο μες στης αποπληξίας

του το αποβλάκωμα, μονάχα να κοιτά πώς κάθε φούσκωμα
νερού τούς ξεγεννούσε ανά δεκάδες και, σύντομα, κα-
τοστάδες, την ψυχή του αρρωσταίνοντας. Του ’πεσε το

σαγόνι. Ένα γλαρόνι έκρωξε στριφογυρνώντας με
την όπισθεν, κι ήταν η θλίψη της φυλής του που ήταν αδύνατον
στο αλκοόλ να πνίξει ο Φιλοκτήτης. Δεν ήτανε κάτι που εύκολα

ξεχνάς, όπως του πέλαγου οι ομίχλες ή του κύματος
το σκάσιμο στις δροσερές ακτές της Σενεγάλης ή
της Γουινέας. Πασπάτεψε για τον κουβά κι ευθύς μπουγέλωσε

πατόκορφα το ζέον του κρανίο, για ν’ αφεθεί ύστερα
πίσω, πασχίζοντας να ηρεμήσει το στομάχι του.
Κατόπιν, άρχισε τους κόμπους να τραβάει του πανιού.

Στο μεταξύ, κείνος ο στούρνος για ύπαρχος, συνέχιζε
να τακτοποιεί με το πάσο του το κοφίνι για τα ψάρια.
Ο χρόνος είν’ το μέτρο, η μνήμη η αποκλειστική πλοκή.

Οι ώμοι του είναι δυο λόφοι εβένινοι. Οι μύες της ράχης
μπορούνε να φουσκώνουνε σα φώκαινες που ξεπηδούν
από τον στίχο ετούτο, από της μνήμης το μαγκάνι. Οι

σφιγμένες του γροθιές κλείνουν τον βρυωμένο κάβο του,
τον γενειοφόρο σαν περικοκλάδα ή σαν γερο-τυφλό,
σφιχτά σαν καρχαρία σαγόνια, το βάρος τραβώντας, χα-

λαρώνοντάς το πάλι, όπως η πετονιά πριονίζει τις
παλάμες του, με κάλους κεντημένες· τα κανιά, ίδια
κορμοί από αιματόξυλο, μπλεγμένα σε μια ατέρμονη

διελκυστίνδα με το γρήγορο άδειασμα του κύματος,
κι ιδού, ο των αλόγων δαμαστής μου, η μόνη μας κληρο-
νομιά, κείνος ο στοιχειώδης ήχος των ορτσαρισμέ-

νων, άθραυστων κυμάτων, της Ιθάκης ή της Αφρικής,
όλα να γίνονται ένα με τη φωνή του ωκεανού,
γιατί ετούτος είναι τώρα ο Ατλαντικός, το της σκλαβιάς

ένδοξο τρίγωνο. Ήταν τότε που ο Αχιλλέας αντίκρισε,
στο τέρμα της πορείας τους, το φάσμα του προσώπου τού
πατέρα του από του ωκεανού τα σπλάχνα να εκτινάσσεται,

για να γουρλώσει έντρομος τα μάτια του στη θέα ετούτου τού
δετού καμβά, ανίκανος το βλέμμα ν’ αποστρέψει ή να
λασκάρει του σαβάνου του τους κόμπους. Ύστερα, για πρώ-

τη του φορά, αναρωτήθηκε ποιος ήταν. Είχε από
την χελιδόνα πλανηθεί, με τον τρόπο που ο ναύτης σα-
γηνεύεται απ’ το σκανδαλιάρικο νερό, τα ψάρια που υ-
ποδύεται, σαν στων κυμάτων το έγια μόλα μεταλλίζει.

γ΄

Ταχύτερη κι από χελιδονόψαρα, κάτω απ’ τη γεω-
μετρία των κρυμμένων αστεριών, η πετονιά της, τσι-
τωμένη λες κι είχε στην άκρη της ψαριά, σελάγιζε.

Αυτό το σταγονίδιο που είχε αφήσει η θάλασσα
στο κατωχείλι τ’ ουρανού, έσερνε πίσω του μια ολάκερη
πιρόγα χίλιες φορές το βάρος της, με τα ηλεκτρικά

φτερά ενός κολιβρί, μια μηχανή που πεταγόταν σαν
απάντηση μπροστά από κάθε ερώτηση, απ’ όταν ο Α-
χιλλέας πήρε για όνομα μαζί ν’ αναρωτιέται και

καταγωγή. Πάταγε και στους δυο κόσμους με το ουρά-
νιο τόξο του, ο εύθραυστος ετούτος χορευτής που πήδαγε
τα κύματα, ετούτη η σαΐτα του μεσημβρινού.

Μπορούσε τ’ άστρα με μια πετονιά να χαλινώσει, φώ-
καινες να ξεθεώσει, κύκλωνε τις εποχές με των
φτερών της το άνοιγμα· για κάθε ερώτηση είχε και μιαν

απάντηση δίχως περιστροφές, ελίσσονταν από
των δελφινιών τις παρενθέσεις, κάθε ακίδα επικαλούνταν
αχινού, γαργαλώντας την παλάμη σου· έκλεινε τους πό-

ρους, σκανδαλιάρα, του αστερία, ήταν ο αγγελιαφόρος του
μυαλού, Μνήμη καμιά δεν της παράβγαινε. Η χελιδόνα
ήταν πού ’χε στους κέδρους αντικρίσει, στους αφρούς των σύννεφων,

σαν εκτοξεύτηκε πάνω από των κυμάτων τις γαλάζιες
ράχες, με κάποιου θεού τις εντολές, κι αυτός, στου ράμφους της
τις προσταγές, βρέθηκε να κοιτά εκείνο το πουλί

που τραγουδούσε το μαστίγωμα του Ατλαντικού, κι ένιωσε
πως είχε μπρος του την πατρίδα. Εκεί που οι φυσητήρες μοιάζουν
με άνθη, και πανιά παλιννοστούν κατάκοπα από ορίζοντες,

τινάχτηκε, με πόδια συναγμένα στην υγρή κοιλιά
της, μάτια ορθάνοιχτα και το πηδάλιο-ράμφος της να σέρνει
το «Εις τον Θεόν Πιστεύωμεν» τόσο γοργά που ένιωσε

τα πόδια του να ταμπουρλίζουνε στη ραβδωτή καρένα.
Μ’ όλο το σκάφος να δονείται ανοίχτηκαν στον ωκεανό.

ΚΕ΄

α΄

Δέντρα μανγκρόβια, μ’ υδρόβιους αστραγάλους βάδιζαν
με το κανό. Η χελιδόνα, παραβγαίνοντας την κα-
φετιά σκιά της, τσίριξε κι έκοψε απότομα δεξιά,

στο σκοτεινό νησάκι. Ήταν ο τελευταίος ήχος που
ο Αχιλλέας θ’ αναγνώριζε απ’ τον άλλο κόσμο. Με
γοργό κουπί, ξέφυγε από το γράπωμα του έλους, που

από τις παρατάξεις του αύγαζαν, τα μάτια μισοκλείνοντας,
κροκόδειλοι οζώδεις· μακριά κι από των κερασφό-
ρων ιπποπόταμων το στριφογύρισμα που απ’ ώρα σ’ ώ-

ρα την καρένα να τουμπάρει αναζητούσε. Ήταν σαν τις
ταινίες τις Αφρικανικές που έβλεπε, κλαίγοντας, παιδί.
Ο δίχως τέλος ποταμός ξετύλιγε εκείνες τις

εικόνες που τρεμόσβηναν για λίγο στην αρχή ώσπου
ατόφιοι αντικατοπτρισμοί να γίνουνε, με σάρκα, λες,
κι οστά: γυμνά μανγκρόβια βάδιζαν στο πλάι του, κορμοί

πλεγμένοι στροβιλίζαν στο νερό, οι υγροί, χασμώμενοι
ογκόλιθοι με στόματα σα φούρνους που’ ταν οι ιπποπόταμοι.
Ένας πολεμιστής σκελετωμένος στάθηκε ορθωτός

στην πρύμνη· ανάγκασε τους ώμους του Αχιλλέα, με χαλύβδινη
λαβή σφίγγοντας τον λαιμό του, να στραφούν, έτσι που αυτός,
αθέλητα, και το κουπί παρέσυρε, την πλεύση αλλάζοντάς

τους. Θέλησε να ουρλιάξει, τα νερά τούτα τα καφετιά
να πήξουνε σε δρόμο εκλιπαρώντας μα, του κάκου, το
ποτάμι εμπρός τους φάρδαινε και πίσωθε έκλεινε μεμιάς.

Άκουγε γέλια τσιριχτά στα δέντρα που λικνίζονταν,
καθώς μαϊμούδες κάναν κούνια στων δεντρόσπιτών τους τις
σκεπές, κι ο γυμνωμένος ήχος σάπισε τον ουρανό

καθώς τα δόντια τους. Για ώρες το ποτάμι έπαιζε
το ίδιο έργο δωρεάν, με του κανό το στόμιο
να μουρμουρά το ψέμα του. Μα απ’ όλα τρομερότερη ήτανε

η λάσπη. Η λάσπη που καθάριας άμμου ίσκιους δε γνωρίζει.
Έπειτα, το ποτάμι κουλουριάστηκε σε μια στροφή.
Είδε τα πρώτα ανθρώπινα σημάδια – ακόντια ψαρέματος

από αιχμηρά κλαδιά· είδε την αρχή του και το τέ-
λος του μαζί, μια κι η σβελτάδα μιας στιγμής για τη μνήμη
αρκεί. Τώρα το επίβουλο, παράξενο ποτάμι την

κρυψίνοιά του υπέτασσε στο φως. Μια σπίθα μέσα του
ξυπνά, αιώνες προσπερνώντας, ωκεανό, ποτάμι, τον
ίδιο το Χρόνο. Κι ο Θεός είπε στον Αχιλλέα: «Δες,

άδεια σου δίνω να επιστρέψεις στην πατρίδα. Είμαι εγώ
που σου έπεμψα τη χελιδόνα για πλοηγό· τη χελιδόνα
που είναι το σχήμα των φτερών της στο μαρτύριό μου ηχώ

κι εσύ Θεό δε θα ’χεις αν τις εντολές μου αποξεχάσεις».
Κι ο Αχιλλέας σείστηκε από του ασώτου την ντροπή
σαν έπαιρνε του γυρισμού τον δρόμο, απ’ την οδύνη τής

δικής του Αφρικής. Η καρδιά και το γυμνό κεφάλι του
κοντεύανε να σπάσουν, όπως πάσχιζε να θυμηθεί
τ’ όνομα του Θεού, στο ποταμίσιο του κορμί που τώρα
δα έπλεε, βίρα που τον έσπρωχνε στον οικισμό μπροστά.

β΄

Θυμήθηκε το ηλιοκαμένο αυτό ποτάμι με τους σαν
σουβλιά πασσάλους και τις οξυκόρυφες καλύβες, τις
χτισμένες πάνω τους, όπου λεπτές, γυμνές φιγούρες, όπως

κωπηλατούσε δίπλα τους, κοιτούσαν μοχθηρά ή κα-
λοκάγαθα μες στη σιωπή τους – δύσκολο να πεις. Εκείνη
η σιωπή που ένας φράχτης παλιός εξάπτει στην καρδιά

ενός αγοριού. Βάδιζαν με το παλιννοστούν κανό
του, συνοδεία, από πυρές μπροστά διαβαίνοντας, σ’ ένα
φρυγμένο ξέφωτο κοντά στων γλυκομίλητων ρηχών

τα χείλη – ο θόρυβός τους την καρδιά του που σειόταν, σαν
ταμπούρλο, πλήγωνε – ώσπου η χοντροκομμένη κι άτσαλα
μπογιατισμένη σφήνα της πιρόγας γλίστρησε προς τα

σαλά κοντάρια μιας προβλήτας πού ’χαν ζώσει οι κληματσίδες.
Ο ποταμός γδυνόταν το παλιό του δέρμα, ίδια φίδι
σε λιοπύρι κάθετο· πάνω από τούτο το παρακλάδι

τού Κονγκό ο ήλιος δεν εκθρονιζότανε ποτέ· η πρώρα
βρήκε τον πάσσαλό της στο ποτάμι, τη μουσούδα της
τρίβοντας πάνω του, όπως το βυζανιάρικο γουρούνι

όταν ανακαλύπτει την αγαπημένη του ρώγα
της μάνας του, και τώρα κάθε μάγουλο χαράσσονταν
απ’ το δικό του ρυάκι, όπως ο Αχιλλέας, κλαίγοντας,

την πλώρη έδεσε της βάρκας, σφούγγισε τα μάτια του
με μια στεγνή παλάμη, κι ένιωσε μια αφή τραχιά να τον
βοηθά ν’ ανέβει στη σειόμενη προβλήτα. Ο μισός

μου εαυτός ήταν μαζί του. Ο άλλος μισός ήταν
με τον δόκιμο σ’ ένα ολλανδέζικο κανάλι. Μα τώρα
κανείς δεν ήταν ευτυχέστερος του άλλου. Ένας γέρος

το χέρι του άπλωσε γύρω απ’ τον Αχιλλέα, και το πλήθος,
κουβεντιάζοντας ζωηρά, τους ακολούθησε. Άγγιζαν
το παντελόνι του, το φανελάκι, πασπατεύοντας

κάθε ίντσα υφάσματος με τ’ ακροδάχτυλά τους, σα
μικρά γατάκια πάνινα παιχνίδια, ώσπου στάθηκαν
μπροστά σε μια ανοιχτή καλύβα. Ο ήλιος κοντοστάθηκε

με σιωπηρή αδημονία. Το ποτάμι σφράγισε
το στόμα του, κι η σιωπή απλώθηκε όπως συμβαίνει ξαφ-
νικά σε μια αγορά. Ο άνεμος κάθισε οκλαδόν

ανάμεσα στα χόρτα. Μα ένας άνδρας εξακολουθούσε
να βαδίζει σταθερά προς το μέρος του, κι ήξερε
από τούτο το ύφος της περπατησιάς πως ήταν ο ίδιος στου
πατέρα του το σώμα, στα λευκά δόντια, στα χέρια που άπλωναν.

γ΄

Αναζήτησε τα χαρακτηριστικά του μες σ’ εκείνα
του ζωοδότη τους, και μέσα τους είδε να καθρεπτίζονται
δυο κόσμοι: τα μαλλιά ήταν κύματα που σγούραιναν γύρω

από έναν βράχο θαλασσένιο, το μέτωπο ένας συνο-
φρυωμένος ποταμός, καθώς στην εκβολή στριφογυρνού-
σαν μιας απρόσμενης αγάπης, με τον Χρόνο να στέκει

ανάμεσά τους. Ο μόνος διερμηνέας του λόγου
τού ενός –που για τον άλλον ήταν βάβισμα και τούμπαλιν–
ήταν ο αφρός με το ποτάμι, και τα γέλια τού νερού

κάτω από τους πασσάλους της προβλήτας, εκεί όπου η φυλή
στεκόταν η ίδια σαν ανθρώπων πασσαλόπηγμα, ανεσ-
τραμμένο από την αντανάκλαση. Ύστερα περπάτησαν

προς τον καταυλισμό και φάνηκε, καθώς κουβέντιαζαν,
πως είχαν όλα τους προβαριστεί και τροχιστεί αιώνα
τον αιώνα. Μπορούσε, αλήθεια, να προβλέψει κάθε τού

πατέρα του χειρονομία, πριν καν εκείνη αρχίσει. Οι
νεκροί χορογραφούσαν τις κινήσεις του. Οι γυναίκες άφηναν
μετέωρες τις δουλειές, χαμογελούσαν στον πολεμιστή

που γύρναγε απ’ τη μάχη καπνισμένος, ή απ’ το βασίλειο
που αιχμάλωτο τον είχαν κι ύστερα έκλαιγαν συγκινημένες.
Ψαράδες, ύστερα, καθόντουσαν τριγύρω από ένα δέντρο,

κάτω απ’ τον θόλο του που είχαν σε κύκλο πέτρες απιθώσει.
Και ο πατέρας του είπε «Α-φο-λάμπ», αγγίζοντας μία
καρδιά που ήταν και δική του. «Στο μέρος από όπου έρχεσαι

πώς σε καλούν;» Ο χρόνος μεταφράζει. Ο γιος, το στήθος του
χτυπώντας απαντά: «Αχιλλέα», κι «Αχιλλέα» η φυλή αναθρόισε,
κι έπειτα, σάμπως κέδροι την αυγή, το σούσουρό τους λάγιασε.

ΑΦΟΛΑΜΠ

Αχιλλέας! Τι τ’ όνομα σημαίνει; Έχω κείνο που εγώ
σου έδωσα ξεχάσει. Μα θα ’τανε, φαίνεται, χρόνια
πολλά μπροστά. Τι να σημαίνει;

ΑΧΙΛΛΕΑΣ

Λοιπόν κι εγώ έχω ξεχάσει.

Όλα είχαν ξεχαστεί. Κι εσύ μαζί τους. Δεν γνωρίζω· η
κουφή θάλασσα έχει αλλάξει κάθε όνομα που έδωσες
εσύ εδώ γύρω· δέντρα, άνθρωποι· έναν που δεν υπάρ-

χει ήχο λαχταρούμε.

ΑΦ.

Ένα όνομα σημαίνει κι από κάτι:

τις αρετές που λαχταράς να έχει ένας γιος, ή μια σου κόρη.
Έτσι και οι σκιές που σ’ ονομάσανε προσμέναν α-

πό σένα μια αρετή, εφόσον κάθε όνομα είναι
και μια ευλογία, τη μνήμη ανακαλώντας της ελπίδας
που σε σένα είχα αποθέσει όταν ήσουνα παιδί.

Εκτός κι αν ο ήχος δεν σημαίνει τίποτε. Τότε ένα τίποτε
θα ήσουν. Αυτοί, εκεί, στο άλλο βασίλειο πιστεύουν πως ή-
σουν ένα τίποτε;

ΑΧ.

Δεν ξέρω τι το όνομα σημαίνει.

Κάτι θα πρέπει, ίσως, μα, και τι διαφέρει; Στον κόσμο
από όπου έρχομαι απλώς δεχόμαστε τους ήχους που
μας δίνουν. Άνθρωποι, δέντρα, νερά.

ΑΦ.

Και τότε, Αχιλλέα,

αν με το δάχτυλο έδειχνα κι έλεγα «Ιδού, τούτου του ανθρώπου
το όνομα, δαύτου του δέντρου, εκείνου του πατέρα, τάχα
θα ήταν κάθε ήχος μια σκιά που διαπερνά τ’ αυτί

σου, δίχως την μορφή ενός ανθρώπου ή ενός δέντρου; Τι
θα ήταν αλήθεια; (Κι ίδια κλωνάρια που λικνίζονται
το σούρουπο από της αμνησίας το φόβητρο, της λήθης,

η φυλή ολάκερη άρχισε να πενθεί).

ΑΧ.

Τι θα ’τανε;

Μπορώ μονάχα να σου πω τι εγώ πιστεύω ή να πιστεύ-
ω έπρεπε. Ήταν προαίσθημα και μνήμη ό,τι με κλήτευσε

δω πίσω να γυρίσω, από μια χελιδόνα οδηγημένος
ή μιας χελιδόνας τη σκιά, όπως το πέρασμά της στο
νερό επιχειρούσε, σημαδεύοντας τον ουρανό

με το ίδιο σημάδι που με είχαν ευλογήσει, με
το δώρο ετούτου του ήχου, το νόημα του οποίου ακόμα δεν
με καίει να μάθω.

ΑΦ.

Άνδρας κανείς δε χάνει τη σκιά του, παρά

μόνο τη νύχτα, που κι ακόμα τότε σκιά κρυμμένη είναι,
όχι χαμένη. Και κάθε αυγή –το φέγγος της, κείνο
το φως– τον βρίσκει πάλι να πατά γερά επάνω στ’ όνομά

του. Όταν βαδίζει κάτω, στο ποτάμι, με τους αλλουνούς
ψαράδες, ο ίσκιος του τεντώνεται και χασμουριέται σαν
στο λιακωτό μια γάτα, όμως εσύ, αν ευτυχείς, δίχως

τα ονόματά μας τι σημαίνουν να γνωρίζεις, τότε δεν
είμ’ ο Αφολάμπ, πατέρας σου, κι εσύ κοιτάς ευθεία, μες
απ’ το κορμί μου, όπως ο ήλιος κοιτά μεσ’ απ’ τις φυλλωσιές.

Δεν είμ’ εγώ εδώ, μήτε η σκιά μου. Κι εσύ, ανώνυμέ
μου υιέ, δεν είσ’ άλλο απ’ το φάσμα ενός ονόματος. Γιατί
δε μου έλειψες ποτέ μέχρι που γύρισες; Γιατί δε μού ’χεις

λείψει, γιε μου, μέχρι που χάθηκες; Τάχα να ’σαι ο καπνός
από μια φλόγα που ποτέ δεν έκαψε; Δεν υπάρχει
απάντηση σ’ αυτά, όπως και στη ζωή.

Ο Αχιλλέας

κατένευσε, με δάκρυα στα μάτια που – καθρέπτες – έδειχναν
μαζί μέλλον και παρελθόν. Ο αφρός έσκυψε το κεφάλι του.

ΞΔ΄

α΄

Τραγούδησα τον ήσυχο Αχιλλέα, του Αφολάμπ τον γιο,
που δεν ανέβηκε ποτέ σ’ ανελκυστήρα, που δεν είχε
ποτέ του διαβατήριο, μια κι ο ορίζοντας για δαύτα χρεία

δεν έχει· που ποτέ του δε ζητιάνεψε μήτε δανείστηκε,
που κανενός δεν ήταν σερβιτόρος, που το τέλος του,
όταν θα ’ρθει, θα είναι απ’ το νερό (και που για τον παρόν

βιβλίο δεν είναι – που άγνωστο κι αδιάβαστο γι’ αυτόν θα πα-
ραμείνει). Την μόνη έψαλα σφαγή που του ’δινε χαρά
– κι αυτό απ’ ανάγκη: εκείνη των ψαριών· ραψώδησα της ρά-

χης του τις διώρυγες στον ήλιο. Την πλατιά τραγούδησά
μας χώρα, τ’ αρχιπέλαγος της Καραϊβικής. Εκείνον
που τα υποδήματα μισούσε κι οι πατούσες του σκασμένες

ήτανε ως μια πέτρα, που ήταν μαλακός με τα σχοινιά
και που ’χε μόνο ένα κουστούμι, που άνθρωπος κανένας δεν
τολμούσε να προσβάλει όπως κι εκείνος άνθρωπο άλλον, που

το χαμογέλιο του ήταν ένα κύμα με αφρό εστεμμένο,
μα που σα συνοφρυώνονταν γινόταν προοίμιο αστραπής,
που η σιδερένια του γροθιά το φέρετρό μου αν βάσταγε

θα με τιμούσε περισσότερο απ’ ό,τι εγώ αν το
δικό του σήκωνα, σαν και των δυο μας οι άγκυρες στο ίδιο
ετούτο το νησί μαζί θα χαμηλώναν, μα τώρα

η ώρα έφτασε το ειδύλλιο να πεθάνει· έσπασε
το κύπελλο, και βρόχινο νερό γλιστρά στο καφέ μάγουλο
κάποιας κανάτας καμωμένης με πηλό απ’ το Choiseul.

Πόσα πολλά μένουν ανείπωτα απ’ της πένας το κελάρυσμα!
Κι η πόρτα μου η γήινη, ορθάνοιχτη επιμένει. Κείμαι
μ’ ένα πανί σαβανωμένος από σάκους αλευριού

με μόνη μου ακοή του χώματος τον γδούπο επάνω στο
κανό μου που με κόπο εδώ κατέβασαν, δεμένο με
σχοινιά. Φτυάρια τινάζουν μια στεγνή πάνω στο κύτος του

βροχή από σβώλους, μα όταν κροταλίσει η αμυγδαλιά ή το
αμπέλι με τα σκουριασμένα φύλλα του απ’ της πυραμί-
δας μου το κέλυφος, της διόλου φαραωνικής, στρέψε

το βλέμμα σου προς το χαρτί εκείνο το κουρελιασμένο
από τον άνεμο, το σκορπισμένο σε γλάρους λευκούς
που απ’ τον αφρό τα ονόματά τους διαχωρίζουν για να γνέψουνε

σ’ έναν ψαρά με το χακί σκυλί του που ξυστά διαβαίνει
απ’ το αντιμάμαλο, κι ύστερα φευγαλέα σουφρώνει σκεπ-
τικό το μέτωπό του μπρος στου αφρού την τελειότητα.

Μέσα σ’ αυτό το γήινο κύμα η πιρόγα μου, με μπρούτζινα
χερούλια για σκαρμούς, θα πλέει. Όχι απ’ αυτούς, αλλά μ’ αυτούς
–τον Έκτορα, τη Μωντ– κάτω από τον ρυθμό γύψου που σπα-

τουλάρεται και των βρισιών του μαρμαρά, μ’ έναν κορμό
περιδινούμενο σηκώνοντας το βρυωμένο του
κεφάλι πριν ο στρόβιλος τον καταπιεί· είθε ο βαθύς

ύμνος της Καραϊβικής να συνεχίσει τον επίλογό
μου· είθε τα κύματα ν’ απεκδυθούν τα πέπλα τους, σαν των
πενθούντων μου η πομπή σχολάσει, ο καθένας τους με τα

καλά παπούτσια του στο χέρι, προσπερνώντας ένα αγόρι
που βάδισε μεσ’ από τον ανήξερον αφρό, κι ένα
πανί αντίκρισε να βγαίνει απ’ το λιμάνι ή και να μπαίνει,
κι είδε αστερίσκους της βροχής την άμμο ζάρες να γεμίζουν.

β΄

Μπορείς να δεις την Ελένη στην Αλκυόνα, στην εθνική
της φορεσιά να φιγουράρει: ντεκολτέ αβυσσαλέο
λευκό, με σουρωτή δαντέλα στον γιακά και τους πελάτες,

όπως πάνω στη μπάρα σκύβει για ν’ ακούσει τις παραγ-
γελίες τους, μάτια μονάχα να ’χουν για το διάσελο
του στήθους της. Μπορούνε να μαντέψουν τα υπόλοιπα

κάτω απ’ την κλαρωτή φούστα με τη χρυσή μπορντούρα και
την όλο σκέρτσο της κορδέλα στο κεφάλι. Κάποτε
μένει μετέωρη, μ’ έναν δίσκο επάνω απ’ την κοιλιά της, κρύβοντας

τη στρογγυλάδα της εγκυμοσύνης. Κάτι το υπερβο-
λικά ανοίκειο έχει τούτη η ακινησία. Γυναίκες με-
λετούν την ομορφιά της, τη φτυστή μ’ ενός εβένινου

αγαλμάτιου, μ’ αποστρέφουνε το πρόσωπο σαν οι
ματιές τύχει κι απαντηθούν. Κι όμως, αρκούσε μια στροφή
εκείνης της σιλουέτας, της σφυρηλατημένης απ’

της θάλασσας το μέταλλο, σάμπως προφίλ πάνω σε μιαν
ασπίδα, ένας του λυγερού λαιμού της ελιγμός απει-
ροελάχιστος η μάχη εκείνη για ν’ αναδυθεί στη μνήμη

που εξ αιτίας της βάφτισαν ένα νησί ή το ναυάγιο
πού ’χανε στο αφροδαντελένιο μπούστο του ανελκύσει, τού
«Η Πόλις των Παρισίων», ή μια σκέψη απλούστερη

όπως «για δες μια ντόπια καλλονή» ώστε το κεφάλι της
να στρέψει αμέσως σαν τα δάχτυλά σου να κροτάλισες,
το αργό της βλέμμα ώστε να προσελκύσει εδώ με τη νωχέλεια

του πάνθηρα, ανάμεσα από άσπρα τραπέζια κι από ομπρέλες
στο καταπράσινο χρώμα της φοινικιάς, μπροστά από βου-
τηχτάρικα παιδιά μες στις πισίνες· είναι η Αφρική

αυτή που όλο αυτοπεποίθηση βαδίζει, όχι η αλαβάστρινη
Ελλάς, αυτή που ο κόσμος ο μισός στο διάβα της ατόφιο
ανοίγει στρείδι να φανεί το εβένινο μαργαριτάρι

του. Εκείνη περιμένει την παραγγελία σου κι εσύ
το βλέμμα χαμηλώνεις μακριά από το δικό της που
ποτέ τα λάφυρα της Τροίας δεν κουβάλησε, ποτέ

τον αριήφιλο Μενέλαο δεν πρόδωσε, τον Α-
γαμέμνονα δεν έκλεισε στα βρόχια των ματιών της. Όμως
τ’ όνομα Ελένη είχε στη μέγκενή του δέσμιο τον καρπό

μου, στις σελίδες μου γυρεύοντας να επιβληθεί. Για τρία
χρόνια, φασματικέ αναγνώστη, ακολουθώντας μια βραχνή
περιπλανήθηκα φωνή, σαν του χειμώνα την ηχώ

μες στο λαιμό ενός αμφορέα! Όπως του Φιλοκτήτη η
πληγή, ετούτη η γλώσσα κουβαλά την ίασή της, το
στιλπνό της σάβανο· απρόθυμα τώρα, σαν του Αχιλλέα,

η βάρκα μου την άγκυρά της ξετυλίγει στον σταυρό
της αραγμένη κι έτσι την αφήνω· η πλώρη της θα νεύσει,
η εξίσου απλά ονοματισμένη, η ξυλευμένη κάποια αυγή

στα ντόπια υψώματα, καβαλικεύοντας τούτες τις ύστατες,
ανήσυχες αράδες· ο ρυθμός της συμφωνεί πως όλα
όσα λησμόνησε την έκαναν να ξαναθυμηθεί

μια χελιδόνα, κάποιο χάραγμα ολοπράσινο μ’ ευκά-
λυπτους και τσεκουριών αντίλαλους –ίσως και σε μιαν άλλη
ζωή– ώσπου το λιόγερμα στη χόβολή του αργόσυρτα

να τ’ ανθρακώσει. Είχε κι ο Αχιλλέας αυτός υπάρξει ένα α-
πο κείνα τα παιδιά που οι φωνούλες τους φλοισβίζουν κάτω
από σκεπές γαλβανισμένες· ένας άνθρωπος κι αυτός

της Καραϊβικής που οι μαλλιαρές κορφές της είναι οι ράχες
του κοπαδιού του Κύκλωπα, με τον πολύτροπο άνδρα κάτω
απ’ την κοιλιές του. Ιστορίες γλαυκές που απαγγέλλαμε

παιδιά κι ονειρευόμασταν Πολύφημους να μας σηκώνουνε
σα βράχους. Από έναν γύψινο Όμηρο αποστειρωμένο,
φυτευτό, από ένα Αιγαίο επίκτητο ό,τι εδώ ξεβράζονταν

στιγμάτιζε ακατάπαυστα τις αμμουδιές μας μ’ άλλο τίποτα
από φαντάσματα άκαρπα, τυχαία αραδιασμένα.

γ΄

Έξω από το στοιχείο της, η μαρίδα κοπανιόταν με
συχνότητα που όλο κι ελάττωνε, πρώτα ασημιά, ύστε-
ρα μολυβένια. Τα κόκκινα λέπια της σκορπίνας ξέβαφαν

καθώς το ηλιοβασίλεμα. Τα υγρά, σγουρά των κοραλλιών
ριπίδια που φύκια λίχνιζαν μες στο συρμάτινο
νερό, πετρώνανε σ’ οστέινες δαντέλες κι οι νωποί

βόστρυχοι μιας σουπιάς συστρέφονταν στη θέα της σφαγής
απ’ τα μαχαίρια που τα σπάραχνα αλωνίζαν. Ο Αχιλλέας
ξεκόλλησε τα εντόσθια και τ’ άπλωσε στην αμμουδιά,

σπονδή για τους κοπρίτες με τ’ ανάγλυφα πλευρά, και για
της μύγας τα πριονιστήρια. Διστακτικά, σαν ύαινες,
πλησιάσαν τα σκυλιά, μ’ ένα τραυλό τριπόδισμα που διέκοπτε

συχνά πυκνά η στάση η επιβεβλημένη για ένα ξύσιμο
μουσούδας ή ένα τρεμουλιάρικου ποδιού μασούλημα,
ακολουθούμενη από ένα ύψωμα της μύτης, άλλους

πτωματοφάγους ανιχνεύοντας. Εν μέσω θριάμβου ο Α-
χιλλέας, με τα χέρια του στο αίμα πνιγμένα, κίνησε
προς τα υπόλοιπα κανό, τα κύτη τους που ακόμα έκρουαν

γδούποι ψαριών. Τα ασημωτά σκουμπριά στο αραδιασμένο δίχτυ
πολλαπλασίαζαν την κλαγγή των νομισμάτων μέσα σε
μια σκάφη. Τις τσίγκινες ζυγαριές ισορροπούσε ένα

δάκρυ από σίδερο· ύστερα επήλθε ειρήνη. Τα κοντά
μαχαίρια τους ξεπλύνανε, τυλίξανε τ’ αλευροσάκινα
πανιά, κατόπιν τον βοηθήσαν να τσουλήσει την «Εις τον

Θεόν Πιστεύωμεν» πίσω στο υδάτινο παχνί της κάτω
απ’ την καρένα της τοποθετώντας κούτσουρα. Αισθάνθηκε
τους μυώνες του να λύνονται σαν κάβοι. Τα δίχτυα κλείνανε

τα μάτια τους, που σακουλιάζαν πάνω σε μπαμπού πασσάλους
κοντά στο τσιμεντένιο αποθηκάκι. Κάτω από τη βρύση
ο Αχιλλέας θα ξέπλενε άμμο και κάματο μαζί,

για να σφίξει, σαν αποτέλευε, γερά-γερά τη βάνα
ως και την ύστατη σταγόνα. Μια αχανής λιλά αδειοσύνη
σαν τούλι κατακάθονταν στη θάλασσα. Οσμίστηκε

στη μία του μασχάλη τ’ όνομά του. Τίναξε απ’ τα χέρια του
λέπια ξερά. Οι μυρωδιές της θάλασσας επάνω του
του άρεσαν. Η νύχτα είχε ήδη ξεγεννήσει το πρώτο

της άστρο. Το No Pain είχε κι αυτό τα φινιστρίνια του
ανάψει ξεχωρίζοντας μες στο χωριό. Ο Αχιλλέας
απίθωσε του δελφινιού τη σφήνα που για την Ελένη

είχε φυλάξει στον οξειδωμένο κουβά του Έκτορα.
Ένα φεγγάρι ολόγιομο άστραφτε σαν φέτα κρεμμυδιού.
Σαν άφηνε την αμμουδιά, το πέλαγο ακόμα εφημέρευε.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφίες: ©Móric Schäffer. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: