frear

Τρία ποιήματα – του Δημήτρη Πέτρου

Πόλη από Α

Ποια είναι αυτή η πόλη;
Άλλοτε μικραίνει κι άλλοτε μεγαλώνει
στα μάτια μου, υψώνεται ανέμελη
καίει τη χαίτη της στον καλοκαιρινό ήλιο, ψάχνει
σε υπόγειες στοές επιγράμματα να φωτίσει
την καταγωγή της
κάποτε τινάζεται μπροστά
ταξιδεύει προς το νότο.
Το όνομά της αρχίζει από άλφα; Ή μήπως είναι
ένα σκουριασμένο καρφί που σκάλωσε
στις παρυφές του Αρκτικού Κύκλου;
Κρύβει στα προάστια ελάσσονες ποιητές,
αγγελιαφόρους, ανταποκριτές
ή στις πλατείες της συναντιούνται
ακόμα εθνικοί μειοδότες;
Ποια είναι αυτή η πόλη
και ποιος εγώ που βαδίζω στους δρόμους της,
το περιστέρι που κουρνιάζει
δίπλα στις περαστικές μπότες
τι σκέφτεται εξαντλημένο
από μια ολόδική του αρρώστια.

Τελευταία νύχτα

Αν είναι μάγισσα
γιατί έχουμε ακόμα ποντίκια
στο σπίτι;

Αν είναι αιγύπτια θεά
γιατί η φωτιά στην κουζίνα
έχει σβήσει;

Τα βράδια σηκώνεται αθόρυβα
και κάθεται για ώρες μπροστά στον καθρέφτη.
Χτενίζει τα μαλλιά της, λέει.
Όμως εγώ ξέρω τι κάνει.
Προσπαθεί να θυμηθεί τι χρώμα είχαν
τα πρώτα της παπούτσια.

Μαύρα, φωνάζω,
μαύρα ήταν!

Μεγάλη και σκοτεινή νύχτα.

Λάθος, απαντάει
χωρίς να γυρίσει

είχαν το χρώμα
που βάφει τα όνειρά του
ένας εκ γενετής τυφλός.

Σπίτια γεμάτα μυστικά

Μικρά και μεγάλα μυστικά
στα δωμάτια που έχω ζήσει.

Το σπίτι που γεννήθηκα, ένας λαβύρινθος
από το σαλόνι στην κουζίνα,
από το επάνω πάτωμα στο υπόγειο
-μια κατάβαση στον κάτω κόσμο και πίσω πάλι-
σε κάθε γωνιά ένα κρυμμένο πρόσωπο
που παραδόξως μου μοιάζει
μετράει τις πράξεις μου, στήνει παγίδες,
-μια οδύσσεια χωρίς επιστροφή-

μια τρομερή προσπάθεια
να περάσεις ξυστά από τον καρυδένιο μπουφέ
να αποφύγεις με τρόπο τα σερβίτσια

κι έτσι μικροσκοπικός και αόρατος

να βρεις τη μεγάλη εξώπορτα
να βγεις έξω στο δρόμο

στο δρόμο
όπου οι γυναίκες κάνουν τη βόλτα τους

όπου τα μεγάλα φορτηγά έχουν για λίγο
ησυχάσει.

*

Μικρά και μεγάλα μυστικά
στα δωμάτια που έχω ζήσει.

Ώρες πάνω από αναλογικά τηλέφωνα
παράθυρα με θέα φερφορζέ κήπους
μεσημέρια και εποχές όπου μια καταστροφή επίκειται
ή μια γενναία πράξη,
συντάγματα αποδεκατισμένα στο ξύλινο πάτωμα-

ο πνιγμένος με τη θηλιά στο λαιμό
που έχει το όνομά μου
λιάζεται στο πλατύσκαλο ξεκαρδισμένος

κρατώντας αγκαλιά
ένα λούτρινο σκύλο.

*

Μικρέ, ψιθύρισε κάποιος δίπλα μου
όταν οι θεοί έπαιρναν το δείπνο τους
και οι σκεπές γέμιζαν σκοτάδι.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Colin Fraser. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη